χαμαιλέων: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=xamaile/wn
|Beta Code=xamaile/wn
|Definition=οντος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[chameleon]], [[Chamaeleo vulgaris]], Arist. HA503a15, Plin.HN8.120, Lib.Or.1.249; used as an image of changefulness, Arist.EN1100b6, Plu.Alc.23.<br><span class="bld">II</span> name of various plants, so called from their leaves changing [[colour]], Thphr. HP6.4.3, 9.12.1, 9.14.1; [[χαμαιλέων λευκός]] = [[pine thistle]], [[Atractylis gummifera]], [[Chamaeleon gummifer]], [[distaff thistle]], [[stemless atractylis]] Dsc.3.8; [[χαμαιλέων μέλας]], [[Cardopatium corymbosum]], ib.9, Plin. HN22.47.
|Definition=οντος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[chameleon]], [[Chamaeleo vulgaris]], Arist. HA503a15, Plin.HN8.120, Lib.Or.1.249; used as an image of changefulness, Arist.EN1100b6, Plu.Alc.23.<br><span class="bld">II</span> name of various plants, so called from their leaves changing [[colour]], Thphr. HP6.4.3, 9.12.1, 9.14.1; [[χαμαιλέων λευκός]] = [[pine thistle]], [[Atractylis gummifera]], [[Chamaeleon gummifer]], [[distaff thistle]], [[stemless atractylis]] Dsc.3.8; [[χαμαιλέων μέλας]], [[Cardopatium corymbosum]], ib.9, Plin. HN22.47.
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br /><i>litt.</i> « lion nain », caméléon, <i>animal ; fig.</i> comme symbole de mobilité.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[λέων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαιλέων''': -οντος, ὁ, [[εἶδος]] σαύρας, περὶ ἧς λέγεται ὅτι μεταβάλλει τὸ ἑαυτῆς [[χρῶμα]], Chamaeleo vulgaris, περιγράφεται δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 1, Πλίν. 8. 51· χρησιμεύει ὡς εἰκὼν τοῦ εὐμεταβόλου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 8, Πλουτ. Ἀλκιβ. 23. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[χαμαιλέων]], [[ζῷον]] εἰς πάντα τὴν χροιὰν μετατρέπον πλὴν λευκοῦ», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ζῷον]] ᾠοτόκον καὶ πεζόν». ΙΙ. [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἶδους τῆς ἀκάνθης ὀνομασθὲν [[οὕτως]] ἐκ τοῦ ὅτι τὰ φύλλα [[αὐτοῦ]] μεταβάλλουσι τὸ [[χρῶμα]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3., 9. 12, 1, Διοσκ. 3. 10, 11.
|lstext='''χᾰμαιλέων''': -οντος, ὁ, [[εἶδος]] σαύρας, περὶ ἧς λέγεται ὅτι μεταβάλλει τὸ ἑαυτῆς [[χρῶμα]], Chamaeleo vulgaris, περιγράφεται δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 1, Πλίν. 8. 51· χρησιμεύει ὡς εἰκὼν τοῦ εὐμεταβόλου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 8, Πλουτ. Ἀλκιβ. 23. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[χαμαιλέων]], [[ζῷον]] εἰς πάντα τὴν χροιὰν μετατρέπον πλὴν λευκοῦ», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ζῷον]] ᾠοτόκον καὶ πεζόν». ΙΙ. [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἶδους τῆς ἀκάνθης ὀνομασθὲν [[οὕτως]] ἐκ τοῦ ὅτι τὰ φύλλα [[αὐτοῦ]] μεταβάλλουσι τὸ [[χρῶμα]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3., 9. 12, 1, Διοσκ. 3. 10, 11.
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br /><i>litt.</i> « lion nain », caméléon, <i>animal ; fig.</i> comme symbole de mobilité.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[λέων]].
}}
}}
{{grml
{{grml