3,271,683
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] ατος, τό, 1) das Ausgegossene, der Guß; [[χεῦμα]] κασσιτέροιο, ein Guß oder Gußarbeit von geschmolzenem Zinn, Il. 23, 561; Fluß, Strom, Fluth, Σκαμάνδρου χεύμασιν Pind. N. 9, 39; auch übtr., κώμων P. 5, 100; Aesch. ποταμοὶ λιπαροῖς χεύμασι γαίας [[τόδε]] μειλίσσοντες [[οὖδας]], Suppl. 1008, vgl. 998, u. oft so bei Eur. – 2) das Trankopfer und ein Gefäß zum Trankopfer, sonst [[χοεύς]], Her. 1, 51, vgl. Poll. 6, 84. 10, 82. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] ατος, τό, 1) das Ausgegossene, der Guß; [[χεῦμα]] κασσιτέροιο, ein Guß oder Gußarbeit von geschmolzenem Zinn, Il. 23, 561; Fluß, Strom, Fluth, Σκαμάνδρου χεύμασιν Pind. N. 9, 39; auch übtr., κώμων P. 5, 100; Aesch. ποταμοὶ λιπαροῖς χεύμασι γαίας [[τόδε]] μειλίσσοντες [[οὖδας]], Suppl. 1008, vgl. 998, u. oft so bei Eur. – 2) das Trankopfer und ein Gefäß zum Trankopfer, sonst [[χοεύς]], Her. 1, 51, vgl. Poll. 6, 84. 10, 82. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> ce qui s'épanche, ce qu’on répand, <i>particul.</i><br /><b>1</b> courant (d'un fleuve);<br /><b>2</b> libation;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> bord d'un ouvrage en métal fondu;<br /><b>2</b> vase pour les libations.<br />'''Étymologie:''' [[χέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χεῦμα''': τό, (χέω) τὸ χεόμενον, ποιητικ. [[ὄνομα]] οὐσιαστ.· δηλ. 1) [[ῥεῦμα]], κασσιτέροιο χεῦμα, [[ῥεῦμα]] τετηκότος κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· χεῦμα θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· πόντου Εὐρ. Ἀποσπ. 318. 2· [[ποτάμιον]] χεῦμα ὑδάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1304· χεῦμα Ἐρασίνου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1020, πρβλ. Εὐρ. 293· χεῦμα ἀκήρατον, διαυγὲς [[ὕδωρ]] πηγαῖον, Σοφ. Ο. Κ. 471· ἔτι δὲ καί, σταθερὸν χεῦμα, στάσιμον [[ὕδωρ]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274· - [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ῥεύματα, ὕδατα, Σκαμάνδρου Πινδ. Ν. 9. 94, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1030, Εὐρ. Φοιν. 793. 2) [[καθόλου]], χεῦμα νιφετοῖο, [[πτῶσις]] χιόνος, Νόνν. Δ. 3. 210, 213· μεταφορ., [[ῥεῦμα]], ῥύσις, ῥοή, εὔμουσα χεῦμα Ἀνθ. Π. 9. 661, πρβλ. Λογγῖν. 13. 1· ἴδε [[ὑπόχευμα]]. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ἐγχεῖται [[ὕδωρ]], [[λεκάνη]], χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα Ἡρόδ. 1. 51, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 84, Κ. 82. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χεῦμα]] προχοὴ» (κῶδ. [[προχόη]]). | |lstext='''χεῦμα''': τό, (χέω) τὸ χεόμενον, ποιητικ. [[ὄνομα]] οὐσιαστ.· δηλ. 1) [[ῥεῦμα]], κασσιτέροιο χεῦμα, [[ῥεῦμα]] τετηκότος κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· χεῦμα θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· πόντου Εὐρ. Ἀποσπ. 318. 2· [[ποτάμιον]] χεῦμα ὑδάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1304· χεῦμα Ἐρασίνου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1020, πρβλ. Εὐρ. 293· χεῦμα ἀκήρατον, διαυγὲς [[ὕδωρ]] πηγαῖον, Σοφ. Ο. Κ. 471· ἔτι δὲ καί, σταθερὸν χεῦμα, στάσιμον [[ὕδωρ]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274· - [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ῥεύματα, ὕδατα, Σκαμάνδρου Πινδ. Ν. 9. 94, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1030, Εὐρ. Φοιν. 793. 2) [[καθόλου]], χεῦμα νιφετοῖο, [[πτῶσις]] χιόνος, Νόνν. Δ. 3. 210, 213· μεταφορ., [[ῥεῦμα]], ῥύσις, ῥοή, εὔμουσα χεῦμα Ἀνθ. Π. 9. 661, πρβλ. Λογγῖν. 13. 1· ἴδε [[ὑπόχευμα]]. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ἐγχεῖται [[ὕδωρ]], [[λεκάνη]], χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα Ἡρόδ. 1. 51, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 84, Κ. 82. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χεῦμα]] προχοὴ» (κῶδ. [[προχόη]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |