3,258,319
edits
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1404.png Seite 1404]] von der Seele, vom Leben, zur Seele, zum Leben gehörig, [[δύναμις]], [[πνεῦμα]], Lebenskraft, Odem, Sp.; – ὁρμαί Pol. 8, 12, 9, im Ggstz von [[σωματικός]], geistig; vgl. Arist. eth. 3, 10; Sext. Emp. u. A.; – δῶρα ψυχικά Ep. ad. 169 (App. 282), entweder Thieropfer od. von Herzen gern dargebracht. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1404.png Seite 1404]] von der Seele, vom Leben, zur Seele, zum Leben gehörig, [[δύναμις]], [[πνεῦμα]], Lebenskraft, Odem, Sp.; – ὁρμαί Pol. 8, 12, 9, im Ggstz von [[σωματικός]], geistig; vgl. Arist. eth. 3, 10; Sext. Emp. u. A.; – δῶρα ψυχικά Ep. ad. 169 (App. 282), entweder Thieropfer od. von Herzen gern dargebracht. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le souffle <i>ou</i> la vie;<br /><b>2</b> qui concerne l'âme.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψυχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψυχὴν ἢ εἰς τὴν ζωήν, [[πνευματικός]], αντίθετ. τῷ [[σωματικός]]· ἡδοναὶ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 282· ὁρμαὶ Πολύβ. 8. 12, 9· [[δύναμις]] ψ., [[πνεῦμα]] ψ., ἡ [[δύναμις]], ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 1084Ε, κλπ· [[νόσος]] αυτόθι 524D. 2) ὁ ἀνήκων [[ἁπλῶς]] εἰς τὴν ὑλικὴν ζωήν, ζωϊκός, ὁ ψ. [[ἄνθρωπος]], ὁ [[φυσικός]] [[ἄνθρωπος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν πνευματικόν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β΄, 14, Ἰουδ. Ἐπιστ. 19· ἴδε Φώτ. ἐν λ.· - οἱ ψυχικοί, [[ὄνομα]] [[ὅπερ]] ἔδιδον εἰς τοὺς καθολικοὺς Χριστιανοὺς οἱ Μοντανισταὶ (ἴδε Ter. tull. contr. Psychicos), Κλήμ. Ἀλεξ. 604. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 37, ΙΔ΄, 24)· ἴδε ἐν λ. πραγματικὸς ἐν τέλει. ΙΙ. ὁ διὰ τὴν ψυχὴν τεθνεῶτος ψυχικὰ δῶρα διδούς, δηλ. τῷ Ἑρμῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 5· ὁ τῆς ψυχῆς, ψ. [[σωτηρία]] [[αὐτόθι]] 8752, πρβλ. 8802. | |lstext='''ψυχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψυχὴν ἢ εἰς τὴν ζωήν, [[πνευματικός]], αντίθετ. τῷ [[σωματικός]]· ἡδοναὶ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 282· ὁρμαὶ Πολύβ. 8. 12, 9· [[δύναμις]] ψ., [[πνεῦμα]] ψ., ἡ [[δύναμις]], ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 1084Ε, κλπ· [[νόσος]] αυτόθι 524D. 2) ὁ ἀνήκων [[ἁπλῶς]] εἰς τὴν ὑλικὴν ζωήν, ζωϊκός, ὁ ψ. [[ἄνθρωπος]], ὁ [[φυσικός]] [[ἄνθρωπος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν πνευματικόν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β΄, 14, Ἰουδ. Ἐπιστ. 19· ἴδε Φώτ. ἐν λ.· - οἱ ψυχικοί, [[ὄνομα]] [[ὅπερ]] ἔδιδον εἰς τοὺς καθολικοὺς Χριστιανοὺς οἱ Μοντανισταὶ (ἴδε Ter. tull. contr. Psychicos), Κλήμ. Ἀλεξ. 604. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 37, ΙΔ΄, 24)· ἴδε ἐν λ. πραγματικὸς ἐν τέλει. ΙΙ. ὁ διὰ τὴν ψυχὴν τεθνεῶτος ψυχικὰ δῶρα διδούς, δηλ. τῷ Ἑρμῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 5· ὁ τῆς ψυχῆς, ψ. [[σωτηρία]] [[αὐτόθι]] 8752, πρβλ. 8802. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |