ἀδευκής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[oscuro]], [[que no se puede conocer]], [[inesperado]] gener. ref. a la muerte y al destino ὤλετ' ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ ... ἠὲ φίλων ἐν χερσίν <i>Od</i>.4.489, ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον contando la noticia y la muerte desconocida de sus compañeros (Euríloco no sabe que han sido convertidos en cerdos)</i> <i>Od</i>.10.245, ἀδευκέα δ' οὐ φύγεν αἶσαν μαντοσύναις a pesar de sus dotes de adivinación no pudo eludir una muerte inesperada</i> A.R.4.1503, [[ἄτη]] A.R.1.1037, ἠύτ' ἄελλαι ἀδευκέες ἢ στεροπαὶ ὥς como huracanes o relámpagos que nadie espera</i> A.R.2.267<br /><b class="num">•</b>p. ext. [[difícil de soportar]], [[que trae amargura]] Hsch.<br /><b class="num">•</b>en cont. posit. ἀ. νίκη victoria inesperada</i> Nonn.<i>D</i>.28.81, cf. Hdn.<i>Schem</i>.4.<br /><b class="num">2</b> prob. a partir de los cont. c. ὄλεθρος, πότμος, [[ἄτη]] [[hostil]], [[amargo]] τῶν [[ἀλεείνω]] φῆμιν ἀδευκέα temo su charla hostil</i>, <i>Od</i>.6.273, μῆνιν A.R.1.1339, ἀδευκέος ἐξ ἁλός (recibirás inesperadamente ayuda) del mar hostil</i> A.R.2.388, ἀδευκέας οἴνας vides amargas</i> Orph.<i>Fr</i>.775.5.<br /><b class="num">3</b> explicado como [[no imitativo]] ἀ. φωνή (op. πολυδευκής) Ael.<i>NA</i> 5.38.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>deuk</i>-/<i>duk</i>- que se encuentra en lat. <i>dūco</i>, gót. <i>tiuhan</i>, etc.; en gr. los restos de esta raíz forman un conjunto semántico poco homogéneo: δαι-δύσσεσθαι (< *δαι-δυκ-<i>i̯</i>ω)· ἕλκεσθαι Hsch., δεύκει· φροντίζει Hsch., [[δεύκω]]· [[βλέπω]] <i>EM</i> 260.54G, [[ἐνδυκέως]] ‘[[con cuidado]]’, Hsch.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[oscuro]], [[que no se puede conocer]], [[inesperado]] gener. ref. a la muerte y al destino ὤλετ' ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ ... ἠὲ φίλων ἐν χερσίν <i>Od</i>.4.489, ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον contando la noticia y la muerte desconocida de sus compañeros (Euríloco no sabe que han sido convertidos en cerdos)</i> <i>Od</i>.10.245, ἀδευκέα δ' οὐ φύγεν αἶσαν μαντοσύναις a pesar de sus dotes de adivinación no pudo eludir una muerte inesperada</i> A.R.4.1503, [[ἄτη]] A.R.1.1037, ἠύτ' ἄελλαι ἀδευκέες ἢ στεροπαὶ ὥς como huracanes o relámpagos que nadie espera</i> A.R.2.267<br /><b class="num">•</b>p. ext. [[difícil de soportar]], [[que trae amargura]] Hsch.<br /><b class="num">•</b>en cont. posit. ἀ. νίκη victoria inesperada</i> Nonn.<i>D</i>.28.81, cf. Hdn.<i>Schem</i>.4.<br /><b class="num">2</b> prob. a partir de los cont. c. ὄλεθρος, πότμος, [[ἄτη]] [[hostil]], [[amargo]] τῶν [[ἀλεείνω]] φῆμιν ἀδευκέα temo su charla hostil</i>, <i>Od</i>.6.273, μῆνιν A.R.1.1339, ἀδευκέος ἐξ ἁλός (recibirás inesperadamente ayuda) del mar hostil</i> A.R.2.388, ἀδευκέας οἴνας vides amargas</i> Orph.<i>Fr</i>.775.5.<br /><b class="num">3</b> explicado como [[no imitativo]] ἀ. φωνή (op. πολυδευκής) Ael.<i>NA</i> 5.38.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>deuk</i>-/<i>duk</i>- que se encuentra en lat. <i>dūco</i>, gót. <i>tiuhan</i>, etc.; en gr. los restos de esta raíz forman un conjunto semántico poco homogéneo: δαι-δύσσεσθαι (< *δαι-δυκ-<i>i̯</i>ω)· ἕλκεσθαι Hsch., δεύκει· φροντίζει Hsch., [[δεύκω]]· [[βλέπω]] <i>EM</i> 260.54G, [[ἐνδυκέως]] ‘[[con cuidado]]’, Hsch.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />non doux, amer, triste, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δεῦκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδευκής''': -ές, [[λέξις]] παρ’ Ὁμήρ. ἀπαντῶσα μόνον ἐν Ὀδ., ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ, Δ. 489· ἀδευκέα πότμον, Κ. 245· φῆμιν ἀδευκέα, Ζ. 273: ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. κτλ.· ― κοινῶς ἑρμηνεύεται, οὐχὶ [[γλυκύς]], [[πικρός]], σκληρὸς (δεῦκος γὰρ τὸ γλυκύ, λέγει ὁ Σχολ. τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. 2. 267, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 489, κτλ.), καὶ ὁ Νίκ. ἐν τοῖς Ἀλεξ. 328, μετεχειρίσθη δευκέϊ οἴνῳ, = γλυκέϊ. Ἀλλ’ οἱ Σχολιαστ. σχεδὸν [[πάντοτε]] προσθέτουσι καὶ [[ἄλλην]] σημασίαν, = [[ἀπεοικώς]], [[ἀπροσδόκητος]], [[ἀπροόρατος]], [[ἀνείκαστος]], ὁ Ἀπολλών. ἐν τῷ Λεξ. Ὁμ. ἑρμηνεύει, «ἀδευκεῖ, [[ἤτοι]] τῷ ἀπεοικότι; ἢ [[οἷον]] ἀδεχεῖ ([[ἴσως]] ἀδοκεῖ), ἀπροσδοκήτῳ.» Καὶ ὁ Κούρτιος δὲ δοξάζει ὡς πιθανόν, ἐπὶ ἐτυμολογικῶν λόγων στηριζόμενος, ὅτι ἡ τελευταία αὕτη [[σημασία]] [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς Ὁμηρική, [[ἡγούμενος]] ὅτι τὸ δευκής ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ δοκέω, πρβλ. ἐνδυκέως, Πολυδεύκης.
|lstext='''ἀδευκής''': -ές, [[λέξις]] παρ’ Ὁμήρ. ἀπαντῶσα μόνον ἐν Ὀδ., ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ, Δ. 489· ἀδευκέα πότμον, Κ. 245· φῆμιν ἀδευκέα, Ζ. 273: ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. κτλ.· ― κοινῶς ἑρμηνεύεται, οὐχὶ [[γλυκύς]], [[πικρός]], σκληρὸς (δεῦκος γὰρ τὸ γλυκύ, λέγει ὁ Σχολ. τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. 2. 267, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 489, κτλ.), καὶ ὁ Νίκ. ἐν τοῖς Ἀλεξ. 328, μετεχειρίσθη δευκέϊ οἴνῳ, = γλυκέϊ. Ἀλλ’ οἱ Σχολιαστ. σχεδὸν [[πάντοτε]] προσθέτουσι καὶ [[ἄλλην]] σημασίαν, = [[ἀπεοικώς]], [[ἀπροσδόκητος]], [[ἀπροόρατος]], [[ἀνείκαστος]], ὁ Ἀπολλών. ἐν τῷ Λεξ. Ὁμ. ἑρμηνεύει, «ἀδευκεῖ, [[ἤτοι]] τῷ ἀπεοικότι; ἢ [[οἷον]] ἀδεχεῖ ([[ἴσως]] ἀδοκεῖ), ἀπροσδοκήτῳ.» Καὶ ὁ Κούρτιος δὲ δοξάζει ὡς πιθανόν, ἐπὶ ἐτυμολογικῶν λόγων στηριζόμενος, ὅτι ἡ τελευταία αὕτη [[σημασία]] [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς Ὁμηρική, [[ἡγούμενος]] ὅτι τὸ δευκής ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ δοκέω, πρβλ. ἐνδυκέως, Πολυδεύκης.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />non doux, amer, triste, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δεῦκος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth