ἀκαρής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀκᾰρής) -ές<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[breve]], [[diminuto]] esp. predic. [[próximo a]], [[que falta muy poco]], [[casi]] στρουθὶς ἀκαρὴς νὴ Δί' εἶ eres casi un gorrión, por Zeus</i> Alex.148.1, ἀκαρὴς νῦν παραπόλωλας ἀρτίως Men.<i>Dysc</i>.695, ἀκαρές [[δέω]] φάσκειν Men.<i>Pc</i>.356, μαίνομαι δ' ἀκαρὴς πάνυ estoy a punto de volverme loco</i> Men.<i>Asp</i>.307, κατέπεσον ἀκαρὴς τῷ δέει casi me caí de miedo</i>, <i>Com.Adesp</i>.77<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[por poco]] παρὰ ἀκαρῆ Pl.<i>Ax</i>.366c, Phld.<i>Rh</i>.2.28<br /><b class="num">•</b>esp. c. la neg. [[ni un poco]], [[nada]], [[ni pizca]] οὐκ ἀπολαύεις πλὴν τοῦθ' ὃ φέρεις ἀκαρῆ no disfrutas ni pizca excepto el (salario) que te llevas</i> Ar.<i>V</i>.701, πρεσβυτῶν ὄχλος χρήσιμός ἐστ' οὐδ' ἀκαρῆ Ar.<i>V</i>.541.<br /><b class="num">2</b> fig. [[sutil]] ἀκαρῆ ἐνθυμήματα D.H.<i>Isoc</i>.20.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ ἀ. [[anillito del dedo meñique]] Poll.5.100, Hsch.<br /><b class="num">II</b> temp., neutr. subst. τὸ ἀ. [[momento]], [[instante]], [[rato]], [[breve tiempo]] ἐν ἀκαρεῖ χρόνου Ar.<i>Pl</i>.244, Luc.<i>Tim</i>.3, 23, <i>Asin</i>.37, Alciphr.3.20.2, ἀκαρῆ διαλιπών habiendo esperado un rato</i> Ar.<i>Nu</i>.496<br /><b class="num">•</b>esp. neutr. τὸ ἀκαρές Plot.5.5.7, ἀκαρὲς ὥρας el breve tiempo de una hora</i> Plu.<i>Ant</i>.28, ἡμέρας μιᾶς ἀκαρές Plu.2.938a, μᾶλλον δὲ οὐδ' ἐν ἀκαρεῖ D.C.73.6.3, ἐπ' ἀκαρές Aret.<i>SD</i> 2.2.2.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[en un tiempo cortísimo]] Sch.Ar.<i>Pl</i>.244c, -έως· ὁλοσχερῶς Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. comp. neg. de la raíz de κείρω q.u.
|dgtxt=(ἀκᾰρής) -ές<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[breve]], [[diminuto]] esp. predic. [[próximo a]], [[que falta muy poco]], [[casi]] στρουθὶς ἀκαρὴς νὴ Δί' εἶ eres casi un gorrión, por Zeus</i> Alex.148.1, ἀκαρὴς νῦν παραπόλωλας ἀρτίως Men.<i>Dysc</i>.695, ἀκαρές [[δέω]] φάσκειν Men.<i>Pc</i>.356, μαίνομαι δ' ἀκαρὴς πάνυ estoy a punto de volverme loco</i> Men.<i>Asp</i>.307, κατέπεσον ἀκαρὴς τῷ δέει casi me caí de miedo</i>, <i>Com.Adesp</i>.77<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[por poco]] παρὰ ἀκαρῆ Pl.<i>Ax</i>.366c, Phld.<i>Rh</i>.2.28<br /><b class="num">•</b>esp. c. la neg. [[ni un poco]], [[nada]], [[ni pizca]] οὐκ ἀπολαύεις πλὴν τοῦθ' ὃ φέρεις ἀκαρῆ no disfrutas ni pizca excepto el (salario) que te llevas</i> Ar.<i>V</i>.701, πρεσβυτῶν ὄχλος χρήσιμός ἐστ' οὐδ' ἀκαρῆ Ar.<i>V</i>.541.<br /><b class="num">2</b> fig. [[sutil]] ἀκαρῆ ἐνθυμήματα D.H.<i>Isoc</i>.20.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ ἀ. [[anillito del dedo meñique]] Poll.5.100, Hsch.<br /><b class="num">II</b> temp., neutr. subst. τὸ ἀ. [[momento]], [[instante]], [[rato]], [[breve tiempo]] ἐν ἀκαρεῖ χρόνου Ar.<i>Pl</i>.244, Luc.<i>Tim</i>.3, 23, <i>Asin</i>.37, Alciphr.3.20.2, ἀκαρῆ διαλιπών habiendo esperado un rato</i> Ar.<i>Nu</i>.496<br /><b class="num">•</b>esp. neutr. τὸ ἀκαρές Plot.5.5.7, ἀκαρὲς ὥρας el breve tiempo de una hora</i> Plu.<i>Ant</i>.28, ἡμέρας μιᾶς ἀκαρές Plu.2.938a, μᾶλλον δὲ οὐδ' ἐν ἀκαρεῖ D.C.73.6.3, ἐπ' ἀκαρές Aret.<i>SD</i> 2.2.2.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[en un tiempo cortísimo]] Sch.Ar.<i>Pl</i>.244c, -έως· ὁλοσχερῶς Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. comp. neg. de la raíz de κείρω q.u.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qu’on ne peut tondre, trop court pour être tondu ; <i>avec l'idée de temps</i> court, de peu de durée : [[ἐν]] ἀκαρεῖ χρόνῳ AR, [[ἐν]] ἀκαρεῖ LUC en un instant ; <i>acc. adv.</i> • ἀκαρῆ (χρόνον) un petit moment ; ἀκαρὲς ὥρας PLUT <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀκαρής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκᾰρής''': -ές, ([[κείρω]]) [[κυρίως]] ἐπὶ [[κόμης]], [[παραπολύ]] μικρὰ ἢ [[ὥστε]] νὰ καρῇ, [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], [[βραχύς]], [[σμικρός]], [[ἐλάχιστος]], ἀκαρῇ τινα ἐνθυμήματα, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 20. ΙΙ. μεταφορ. [[σχεδόν]], παρ’ ἐλάχιστον, μόνον οὐ, ἀκαρὴς πεφιλιππίδωσαι, = ἔχεις γείνῃ (κατὰ τὴν ἰσχνότητα) σχεδὸν Φιλιππίδης (ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 4. σ. 100), Ἄλεξ. ἐν «Μανδραγοριζόμενῃ» 5· ἀκ. παραπόλωλας, Μενάνδ. Ἄδηλ. 226· κατέπεσον ἀκ. τῷ δέει, ὁ αὐτ. Κωμ. Ἀνων. 3. ΙΙΙ. [[μάλιστα]] κατ’ οὐδέτερ. ἀκαρές. 1) ἐπὶ χρόνου, [[στιγμή]], ἐν [[ἀκαρεῖ]] χρόνου, Ἀριστοφ. Πλ. 244, Ἀλκίφρ. 3. 56, Λουκ. Τίμ. 3 (οὐχὶ ἐν [[ἀκαρεῖ]] τοῦ χρόνου ὡς κεῖται, [[αὐτόθι]] 23)· ἐν [[ἀκαρεῖ]] μόνον, ὁ αὐτ. Ὄνος 37, κτλ.· ἀκαρῆ διαλιπών, (ἐνν. χρόνον), ἀφοῦ περιέμεινα μίαν στιγμήν, Ἀριστοφ. Νεφ. 496· ὡσαύτ. ἀκαρὲς ὥρας, ἐν μιᾷ στιγμῇ, Πλουτ. Ἀντων. 28· ἡμέρας μιᾶς ἀκ., ὁ αὐτ. 2. 938Α· ἐπ’ ἀκαρές, Ἀρεταῖ. περὶ Χρον. Παθ. 2. 2. 2) ἀκαρῆ, κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐπιρρηματικῶς [[ἄνευ]] ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἀπολαύεις τοῦ ὃ φέρεις ἀκαρῆ, [[οὐδόλως]], οὐδ’ ἐλάχιστον, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 701· οὐδ’ ἀκαρῆ, [[αὐτόθι]] 541, Δημ. 1223. 28· ἀκαρῆ παντελῶς, (ἑτέρα γραφ. ἀκαρεὶ ἢρεῖ), Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· οὕτω παρ’ ἀκαρῆ, παρ’ ἐλάχιστον, Πλάτ. Ἀξ. 366C. IV. τὸ ἀκαρὲς, [[δακτύλιος]] ἐπὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, Πολυδ. 5. 100, «ἀκαρές, τὸ περὶ τῷ μικρῷ [[δακτυλίδιον]]», Ἡσύχ.
|lstext='''ἀκᾰρής''': -ές, ([[κείρω]]) [[κυρίως]] ἐπὶ [[κόμης]], [[παραπολύ]] μικρὰ ἢ [[ὥστε]] νὰ καρῇ, [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], [[βραχύς]], [[σμικρός]], [[ἐλάχιστος]], ἀκαρῇ τινα ἐνθυμήματα, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 20. ΙΙ. μεταφορ. [[σχεδόν]], παρ’ ἐλάχιστον, μόνον οὐ, ἀκαρὴς πεφιλιππίδωσαι, = ἔχεις γείνῃ (κατὰ τὴν ἰσχνότητα) σχεδὸν Φιλιππίδης (ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 4. σ. 100), Ἄλεξ. ἐν «Μανδραγοριζόμενῃ» 5· ἀκ. παραπόλωλας, Μενάνδ. Ἄδηλ. 226· κατέπεσον ἀκ. τῷ δέει, ὁ αὐτ. Κωμ. Ἀνων. 3. ΙΙΙ. [[μάλιστα]] κατ’ οὐδέτερ. ἀκαρές. 1) ἐπὶ χρόνου, [[στιγμή]], ἐν [[ἀκαρεῖ]] χρόνου, Ἀριστοφ. Πλ. 244, Ἀλκίφρ. 3. 56, Λουκ. Τίμ. 3 (οὐχὶ ἐν [[ἀκαρεῖ]] τοῦ χρόνου ὡς κεῖται, [[αὐτόθι]] 23)· ἐν [[ἀκαρεῖ]] μόνον, ὁ αὐτ. Ὄνος 37, κτλ.· ἀκαρῆ διαλιπών, (ἐνν. χρόνον), ἀφοῦ περιέμεινα μίαν στιγμήν, Ἀριστοφ. Νεφ. 496· ὡσαύτ. ἀκαρὲς ὥρας, ἐν μιᾷ στιγμῇ, Πλουτ. Ἀντων. 28· ἡμέρας μιᾶς ἀκ., ὁ αὐτ. 2. 938Α· ἐπ’ ἀκαρές, Ἀρεταῖ. περὶ Χρον. Παθ. 2. 2. 2) ἀκαρῆ, κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐπιρρηματικῶς [[ἄνευ]] ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἀπολαύεις τοῦ ὃ φέρεις ἀκαρῆ, [[οὐδόλως]], οὐδ’ ἐλάχιστον, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 701· οὐδ’ ἀκαρῆ, [[αὐτόθι]] 541, Δημ. 1223. 28· ἀκαρῆ παντελῶς, (ἑτέρα γραφ. ἀκαρεὶ ἢρεῖ), Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· οὕτω παρ’ ἀκαρῆ, παρ’ ἐλάχιστον, Πλάτ. Ἀξ. 366C. IV. τὸ ἀκαρὲς, [[δακτύλιος]] ἐπὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, Πολυδ. 5. 100, «ἀκαρές, τὸ περὶ τῷ μικρῷ [[δακτυλίδιον]]», Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qu’on ne peut tondre, trop court pour être tondu ; <i>avec l'idée de temps</i> court, de peu de durée : [[ἐν]] ἀκαρεῖ χρόνῳ AR, [[ἐν]] ἀκαρεῖ LUC en un instant ; <i>acc. adv.</i> • ἀκαρῆ (χρόνον) un petit moment ; ἀκαρὲς ὥρας PLUT <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀκαρής]].
}}
}}
{{grml
{{grml