3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0017.png Seite 17]] (γνο, s. auch [[ἀγνοιέω]] u. [[ἀγνώσασκε]]), 1) nicht kennen, nicht wissen, theils absol., Aesch. Eum. 129; gew. mit dem acc. der Person oder Sache, z. B. Soph. λόγον Trach. 78; Her. u. att. Prosa oft (Ggstz [[γιγνώσκω]], Plat. Gorg. 472 c); [[περί]] τινος Plat. Phaedr. 277 d; ἀγνοοῦντες [[ἀλλήλων]] ὅ, τι λέγομεν Gorg. 517 c; mit dem partic., ἀγνοεῖτὸν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα Dem. 1, 15; mit εἰ, Xen. An. 6, 3, 12. Auch oft pass. ἀγνοοῦμαι, man weiß von mir nicht, τὸ τῶν παίδων [[γένος]] ἠγνοῆσθαι ὅτι κυριώτατόν ἐστιν Plat. Legg. VII, 797 a. (Die Bemerk. Thom. Mag. 7, nur ἀγνοήσομαι sei attisch, findet sich in den Ausg. nicht bestätigt; ἠγνοηκότες Alex. Ath. XIII, 562 d). – 2) fehlen, irren aus Unkenntniß und Unvorsichtigkeit, Aesch. 3, 84; Isocr. 7, 59; Dem. pass. διορθοῦσθαι τὰ ἀγνοούμενα ep. 1; Sp. oft τὰ ἠγνοημένα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0017.png Seite 17]] (γνο, s. auch [[ἀγνοιέω]] u. [[ἀγνώσασκε]]), 1) nicht kennen, nicht wissen, theils absol., Aesch. Eum. 129; gew. mit dem acc. der Person oder Sache, z. B. Soph. λόγον Trach. 78; Her. u. att. Prosa oft (Ggstz [[γιγνώσκω]], Plat. Gorg. 472 c); [[περί]] τινος Plat. Phaedr. 277 d; ἀγνοοῦντες [[ἀλλήλων]] ὅ, τι λέγομεν Gorg. 517 c; mit dem partic., ἀγνοεῖτὸν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα Dem. 1, 15; mit εἰ, Xen. An. 6, 3, 12. Auch oft pass. ἀγνοοῦμαι, man weiß von mir nicht, τὸ τῶν παίδων [[γένος]] ἠγνοῆσθαι ὅτι κυριώτατόν ἐστιν Plat. Legg. VII, 797 a. (Die Bemerk. Thom. Mag. 7, nur ἀγνοήσομαι sei attisch, findet sich in den Ausg. nicht bestätigt; ἠγνοηκότες Alex. Ath. XIII, 562 d). – 2) fehlen, irren aus Unkenntniß und Unvorsichtigkeit, Aesch. 3, 84; Isocr. 7, 59; Dem. pass. διορθοῦσθαι τὰ ἀγνοούμενα ep. 1; Sp. oft τὰ ἠγνοημένα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῶ;<br /><i>impf.</i> ἠγνόουν, <i>f.</i> ἀγνοήσω, <i>ao.</i> [[ἠγνόησα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἠγνοήθην, <i>pf.</i> ἠγνόημαι;<br /><b>1</b> ne pas connaître, ignorer ; [[οὐκ]] ἀγνοῶ ATT je n’ignore pas, je sais fort bien ; <i>Pass.</i> ἀγνοοῦμαι ATT on ne sait pas que je…;<br /><b>2</b> ne pas reconnaître, acc.;<br /><b>3</b> se tromper, être dans l'erreur ; <i>au sens mor.</i> être en faute sans le savoir, faire le mal par ignorance, SEPT pécher par ignorance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[γιγνώσκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγνοέω''': Ἐπ. [[ἀγνοιέω]], γ΄ εν. υποτ. ἀγνοιῇσι Ὀδ. Ω. 218· παρατ. ἠγνόουν, Ἰσοκρ., κλτ.· μέλλ. ἀγνοήσω, Βακχυλ. 31, Ἰσοκρ. 285C, Δημ. 885, 2., 1266. 19: ἀόρ. ἠγνόησα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 134, Θουκ. κτλ., Ἐπ. ἠγνοίησα, Ἰλ. Β. 807, Ἡσ. Θ, [[ὡσαύτως]] Ἐπ. συνῃρ. γ΄ ἑν. ἀγνώσασκε, Ὀδ, Ψ. 95· παρακ. ἠγνόηκα, Πλατ. Σοφ. 221D, Ἄλεξ. ἐν «Ἀποκοπτομένῳ.» 1. - Παθ., μέλλ. (τοῦ μέσου τύπου) ἀγνοήσομαι, ἴδε κατωτέρ. ἀγνοηθήσομαι, ἑτέρα γραφή ἐν Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 5· ἀόρ. ἠγνοήθην, ἴδε κατωτέρω· πρκμ. ἠγνόημαι, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 182, Πλάτ. (Τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο προϋποτίθησι τύπον ἄγνοος = [[ἀγνώς]], ΙΙ· [[διότι]] δὲν δύναται νὰ σχηματισθῇ διὰ συνθέσεως τοῦ α στερητ. καὶ [[νοέω]], πρβλ. στοιχ. α- Ι, ἐν τελ. Περὶ τῆς ῥίζης ὅρα ἐν λ. [[γιγνώσκω]]·) δὲν [[γνωρίζω]], Λατ. ignorare. Ὁ Ὅμηρ. σχεδὸν ἀείποτε ἔχει τὸ [[ῥῆμα]] ἐν τῷ Ἐπ. ἀορ., ἄνδρ ̓ ἀγνοιήσας ὑλάει, [[ἐπειδὴ]] δὲν ἐγνώρισεν αὐτόν, Ὀδ. Υ. 15· πρβλ. Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α· ἀλλὰ κατ ̓ ἐξοχὴν μετ ̓ ἀρνήσ., οὐκ ἠγνοίησεν, ἐνόησεν ἤ ἐγνώρισε [[καλῶς]]· (ἴδε ἀνωτέρ.)· μηδὲν ἀγνόει, δηλ. μάνθανε τὰ πάντα, Εὐρ. Ἀνδρ. 899. - Συντάσσ. κατὰ τὸ πλεῖστον μετ ̓ αἰτ., εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ τινός, Ἡρόδ. 4, 156. Σοφ. Τρ. 78, Πλάτ. ἑαυτοὺς ἀγν., λησμονούσιν ἑαυτούς, δηλ. τὴν προτέραν ἑαυτῶν κατάστασιν, Δημ. 151. 7· τὴν πόλιν ἀγν., τὸ νὰ μὴ κατανοῇ τις τὴν κοινὴν γνώμην τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. 413. 11, κλτ.· [[ὡσαύτως]] [[περί]] τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 277D. Ὡσαύτως μετὰ γεν. προσώπ., ἀγνοοῦντες [[ἀλλήλων]] ὅτι λέγομεν, Πλάτ. Γορ. 517C: - ἐξαρτώμεναι προτάσεις συνάπτονται κατὰ μετοχήν, [[οἷον]] τίς ... ἀγνοεῖ τὸν [[ἐκεῖθεν]] πόλεμον [[δεῦρο]] ἥξοντα, Δημ. 13. 17· ἢ διὰ συνδέσμων, οὐδεὶς ἀγνοεῖ ὅτι ... ὁ αὐτ. 565, 8. κτλ., ἀγνοῶν εἰ ..., Ξεν. Ἀν. 6. 5. 12. - Παθ. εἶμαι [[ἄγνωστος]], Πλάτ. Εὐθύφρ. 4Α, Ἱππ. Μείζ. 294D, κτλ.· ἀγνοούμενα ὅπη ... ἀγαθά ἐστι. ὁ αὐτ. Πολ. 506Α· ἠγνοῆσθαι ξύμπασιν ὅτι ..., ὁ αὐτ. Νόμ. 797Α· ὑπελάμβανον ἀγνοήσεσθαι, ἤλπιζον ἢ ἐνόμιζον ὅτι θὰ διέφευγον τὴν προσοχὴν τῶν ἄλλων, Δημ. 310 7· καιρὸν οὐ παρεθέντα οὐδ ̓ἀγνοηθέντα, ὁ αὐτ. 326,25, πρβλ. Ἰσοκρ. Ἀντίδ. ἔνθ ̓ ἀνωτέρ., τὰ ἠγνοημένα, ἄγνωστα μέρη, Ἀρρ. Ἀν. 7. 1. 4. ΙΙ. ἀπολ., πλανῶμαι, σφάλλομαι ἐξ ἀγνοίας, πρῶτον παρ ̓ Ἀντιφῶντι 134. 30, Ἰσοκρ. 176C· μετοχ. ἀγνοῶν = κατὰ λάθος, Ἀνδοκ. 29, 28, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 3, 38. Ἀριστ.· ἐπὶ ἠθικῆς σημασ., διατελῶ ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ δικαίου ἢ ὀρθοῦ, ἐνεργῶ κακῶς, Πολύβ. 5. 11. 5· πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ε΄ 2. | |lstext='''ἀγνοέω''': Ἐπ. [[ἀγνοιέω]], γ΄ εν. υποτ. ἀγνοιῇσι Ὀδ. Ω. 218· παρατ. ἠγνόουν, Ἰσοκρ., κλτ.· μέλλ. ἀγνοήσω, Βακχυλ. 31, Ἰσοκρ. 285C, Δημ. 885, 2., 1266. 19: ἀόρ. ἠγνόησα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 134, Θουκ. κτλ., Ἐπ. ἠγνοίησα, Ἰλ. Β. 807, Ἡσ. Θ, [[ὡσαύτως]] Ἐπ. συνῃρ. γ΄ ἑν. ἀγνώσασκε, Ὀδ, Ψ. 95· παρακ. ἠγνόηκα, Πλατ. Σοφ. 221D, Ἄλεξ. ἐν «Ἀποκοπτομένῳ.» 1. - Παθ., μέλλ. (τοῦ μέσου τύπου) ἀγνοήσομαι, ἴδε κατωτέρ. ἀγνοηθήσομαι, ἑτέρα γραφή ἐν Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 5· ἀόρ. ἠγνοήθην, ἴδε κατωτέρω· πρκμ. ἠγνόημαι, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 182, Πλάτ. (Τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο προϋποτίθησι τύπον ἄγνοος = [[ἀγνώς]], ΙΙ· [[διότι]] δὲν δύναται νὰ σχηματισθῇ διὰ συνθέσεως τοῦ α στερητ. καὶ [[νοέω]], πρβλ. στοιχ. α- Ι, ἐν τελ. Περὶ τῆς ῥίζης ὅρα ἐν λ. [[γιγνώσκω]]·) δὲν [[γνωρίζω]], Λατ. ignorare. Ὁ Ὅμηρ. σχεδὸν ἀείποτε ἔχει τὸ [[ῥῆμα]] ἐν τῷ Ἐπ. ἀορ., ἄνδρ ̓ ἀγνοιήσας ὑλάει, [[ἐπειδὴ]] δὲν ἐγνώρισεν αὐτόν, Ὀδ. Υ. 15· πρβλ. Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α· ἀλλὰ κατ ̓ ἐξοχὴν μετ ̓ ἀρνήσ., οὐκ ἠγνοίησεν, ἐνόησεν ἤ ἐγνώρισε [[καλῶς]]· (ἴδε ἀνωτέρ.)· μηδὲν ἀγνόει, δηλ. μάνθανε τὰ πάντα, Εὐρ. Ἀνδρ. 899. - Συντάσσ. κατὰ τὸ πλεῖστον μετ ̓ αἰτ., εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ τινός, Ἡρόδ. 4, 156. Σοφ. Τρ. 78, Πλάτ. ἑαυτοὺς ἀγν., λησμονούσιν ἑαυτούς, δηλ. τὴν προτέραν ἑαυτῶν κατάστασιν, Δημ. 151. 7· τὴν πόλιν ἀγν., τὸ νὰ μὴ κατανοῇ τις τὴν κοινὴν γνώμην τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. 413. 11, κλτ.· [[ὡσαύτως]] [[περί]] τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 277D. Ὡσαύτως μετὰ γεν. προσώπ., ἀγνοοῦντες [[ἀλλήλων]] ὅτι λέγομεν, Πλάτ. Γορ. 517C: - ἐξαρτώμεναι προτάσεις συνάπτονται κατὰ μετοχήν, [[οἷον]] τίς ... ἀγνοεῖ τὸν [[ἐκεῖθεν]] πόλεμον [[δεῦρο]] ἥξοντα, Δημ. 13. 17· ἢ διὰ συνδέσμων, οὐδεὶς ἀγνοεῖ ὅτι ... ὁ αὐτ. 565, 8. κτλ., ἀγνοῶν εἰ ..., Ξεν. Ἀν. 6. 5. 12. - Παθ. εἶμαι [[ἄγνωστος]], Πλάτ. Εὐθύφρ. 4Α, Ἱππ. Μείζ. 294D, κτλ.· ἀγνοούμενα ὅπη ... ἀγαθά ἐστι. ὁ αὐτ. Πολ. 506Α· ἠγνοῆσθαι ξύμπασιν ὅτι ..., ὁ αὐτ. Νόμ. 797Α· ὑπελάμβανον ἀγνοήσεσθαι, ἤλπιζον ἢ ἐνόμιζον ὅτι θὰ διέφευγον τὴν προσοχὴν τῶν ἄλλων, Δημ. 310 7· καιρὸν οὐ παρεθέντα οὐδ ̓ἀγνοηθέντα, ὁ αὐτ. 326,25, πρβλ. Ἰσοκρ. Ἀντίδ. ἔνθ ̓ ἀνωτέρ., τὰ ἠγνοημένα, ἄγνωστα μέρη, Ἀρρ. Ἀν. 7. 1. 4. ΙΙ. ἀπολ., πλανῶμαι, σφάλλομαι ἐξ ἀγνοίας, πρῶτον παρ ̓ Ἀντιφῶντι 134. 30, Ἰσοκρ. 176C· μετοχ. ἀγνοῶν = κατὰ λάθος, Ἀνδοκ. 29, 28, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 3, 38. Ἀριστ.· ἐπὶ ἠθικῆς σημασ., διατελῶ ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ δικαίου ἢ ὀρθοῦ, ἐνεργῶ κακῶς, Πολύβ. 5. 11. 5· πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ε΄ 2. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |