ἀμβρόσιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0119.png Seite 119]] α, ον (adject. zu [[ἄμβροτος]], entst. aus ἀμβρότιοσ), den Unsterblichen (ἀμβρότοις) gehörig, unsterblich, ambrosisch; ἀμβρ. [[ἑανός]] der Hera Iliad. 14, 178, der Artemis 21, 507, [[πέπλος]] der Aphrodite 5, 338, τέδιλα des Hermes Iliad. 24, 341 Od. 5, 45, der Athene Od. 1, 97, χαῖται des Zeus Iliad. 1, 529, πλόκαμοι der Hera 14, 177, ἀμβρ. [[εἶδαρ]] fressen die Pferde des Poseidon 13, 35, des Ares 5, 369, ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν stehen die Pferde der Hera 8. 434; Hera salbt sich 14, 172 λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεθυωμένον ἦεν; 23. 187 vom Hektor κύνας μὲν [[ἄλαλκε]] [[Ἀφροδίτη]], ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ; Od. 18, 193 schmückt Athene die Penelope, κάλλεϊ μέν οἱ [[πρῶτα]] [[προσώπατα]] καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ περ ἐυστέφανος [[Κυθέρεια]] χρίεται; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 172 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι [[μύρον]] μὲν οὐκ ὀνομάζει, τεθυμιαμένον δὲ [[ἔλαιον]] τὸ [[μύρον]] λέγει, [[ὥστε]] [[εἰδέναι]] μὲν τὴν χρῆσιν, τὸ δὲ [[ὄνομα]] μή. λέγει δέ που καὶ »ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ (23. 186)« καὶ »κάλλεϊ μέν οἱ [[πρῶτα]] (Od. 18, 192)« μύρου τι [[γένος]] ὀνοματοποιήσας; ders. 23, 186<b class="b2"> ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ:</b> ἡ [[διπλῆ]], ὅτι μύρου τὴν μὲν ὀνομασίανἀγνοεῖ, την δὲ σκευασίαν οἶδεν· τὸ γὰρ ῥόδινον [[οὕτως]] νῦν εἶπεν [[ἔλαιον]] ῥοδόεν; Scholl. Od. 18, 192 <b class="b2">κάλλεϊ:</b> νῦν τὰ μύρα; – ἀμβροσίη νύξ Iliad. 2, 57. 10, 41. 142. 18, 268. 24, 363 Od. 4, 429. 574. 7, 283. 9, 404. 15, 8, vgl. [[ἄβροτος]]; – [[ἀμβρόσιος]] [[ὕπνος]] Iliad. 2, 19; – Eurip. hat [[ἀμβρόσιος]] statt des fem. Med. 983 [[ἀμβρόσιος]] αὐγά; Hym. Merc. 230 heißt Maja [[νύμφη]] ἀμβροσίη; ἀμβροσίη [[μολπή]], der Gesang der Musen, Hes. Th. 67; ἀμβροσίη ὄψ H. h. 27, 18; ἀμβρόσια ἔπεα Pind. P. 4, 299; Ἀφροδίτας φιλότατες ἀμβρόσιαι N. 8, 1. Bei Sp. = groß u. schön.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0119.png Seite 119]] α, ον (adject. zu [[ἄμβροτος]], entst. aus ἀμβρότιοσ), den Unsterblichen (ἀμβρότοις) gehörig, unsterblich, ambrosisch; ἀμβρ. [[ἑανός]] der Hera Iliad. 14, 178, der Artemis 21, 507, [[πέπλος]] der Aphrodite 5, 338, τέδιλα des Hermes Iliad. 24, 341 Od. 5, 45, der Athene Od. 1, 97, χαῖται des Zeus Iliad. 1, 529, πλόκαμοι der Hera 14, 177, ἀμβρ. [[εἶδαρ]] fressen die Pferde des Poseidon 13, 35, des Ares 5, 369, ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν stehen die Pferde der Hera 8. 434; Hera salbt sich 14, 172 λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεθυωμένον ἦεν; 23. 187 vom Hektor κύνας μὲν [[ἄλαλκε]] [[Ἀφροδίτη]], ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ; Od. 18, 193 schmückt Athene die Penelope, κάλλεϊ μέν οἱ [[πρῶτα]] [[προσώπατα]] καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ περ ἐυστέφανος [[Κυθέρεια]] χρίεται; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 172 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι [[μύρον]] μὲν οὐκ ὀνομάζει, τεθυμιαμένον δὲ [[ἔλαιον]] τὸ [[μύρον]] λέγει, [[ὥστε]] [[εἰδέναι]] μὲν τὴν χρῆσιν, τὸ δὲ [[ὄνομα]] μή. λέγει δέ που καὶ »ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ (23. 186)« καὶ »κάλλεϊ μέν οἱ [[πρῶτα]] (Od. 18, 192)« μύρου τι [[γένος]] ὀνοματοποιήσας; ders. 23, 186<b class="b2"> ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ:</b> ἡ [[διπλῆ]], ὅτι μύρου τὴν μὲν ὀνομασίανἀγνοεῖ, την δὲ σκευασίαν οἶδεν· τὸ γὰρ ῥόδινον [[οὕτως]] νῦν εἶπεν [[ἔλαιον]] ῥοδόεν; Scholl. Od. 18, 192 <b class="b2">κάλλεϊ:</b> νῦν τὰ μύρα; – ἀμβροσίη νύξ Iliad. 2, 57. 10, 41. 142. 18, 268. 24, 363 Od. 4, 429. 574. 7, 283. 9, 404. 15, 8, vgl. [[ἄβροτος]]; – [[ἀμβρόσιος]] [[ὕπνος]] Iliad. 2, 19; – Eurip. hat [[ἀμβρόσιος]] statt des fem. Med. 983 [[ἀμβρόσιος]] αὐγά; Hym. Merc. 230 heißt Maja [[νύμφη]] ἀμβροσίη; ἀμβροσίη [[μολπή]], der Gesang der Musen, Hes. Th. 67; ἀμβροσίη ὄψ H. h. 27, 18; ἀμβρόσια ἔπεα Pind. P. 4, 299; Ἀφροδίτας φιλότατες ἀμβρόσιαι N. 8, 1. Bei Sp. = groß u. schön.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> immortel, divin;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> divinement beau <i>ou</i> bon.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμβροτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμβρόσιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Μήδ. 983: (ἴδε ἐν λ. [[μορτός]]): - Ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἄμβροτος]], [[ἀθάνατος]], [[θεῖος]], σπανίως ἐπὶ προσώπων, [[νύμφη]] Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 230: - παρ’ Ὁμ. ἡ νὺξ καὶ ὁ [[ὕπνος]] λαμβάνουσιν ὡς ἐπίθετον τὴν λέξιν ταύτην: ἀμβροσίην διὰ νύκτα Ἰλ. Β. 57: περὶ δ’ [[ἀμβρόσιος]] κέχυθ’ [[ὕπνος]], [[θεῖος]], [[οὐράνιος]], [[ἥδιστος]] (ὡς τὰ νὺξ [[ἄμβροτος]], νὺξ δαιμονίη, ἱερὸν [[ἦμαρ]], ἱερὸν [[κνέφας]], πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 728): [[οὕτως]], ἀμβρ. [[ὕδωρ]] Ἐπιγράμμ. Ὁμ. Ι. 4· ἀμβρ. κρῆναι Εὐρ. Ἱππ. 748: - [[προσέτι]] πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς τοὺς θεοὺς καλεῖται ἀμβρόσιον, ὡς ἡ [[κόμη]] αὐτῶν, Ἰλ. Α. 529, κτλ., τὰ ἱμάτια αὐτῶν, τὰ πέδιλα, κτλ., Ε. 238, Φ. 507, Ω. 341 καὶ ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] τὸ [[ἔλαιον]] δι’ οὗ ἠλείφοντο, Ξ. 172, Ψ. 187· ἡ φωνὴ αὐτῶν καὶ τὸ ᾆσμα, Ὕμν. Ὁμ. 27. 18, Ἡσ. Θ. 69· ἡ φορβὴ (τροφὴ) καὶ ἡ [[φάτνη]] τῶν ἵππων αὐτῶν, Ἰλ. Ε. 369, Θ. 434: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς πράγματος ἐξόχως διαπρέποντος καὶ ὡραίου, [[κάλλος]] Ὀδ. Σ. 193· ἐπὶ στίχων, Πινδ. Π. 4. 532· ἐπὶ φιλίας, ὁ αὐτ. Ν. 8 .2, κτλ.: - πρβλ. [[ἀμβροσία]], [[ἄμβροτος]], [[ἄβροτος]] καὶ Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἀμβρόσιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Μήδ. 983: (ἴδε ἐν λ. [[μορτός]]): - Ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἄμβροτος]], [[ἀθάνατος]], [[θεῖος]], σπανίως ἐπὶ προσώπων, [[νύμφη]] Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 230: - παρ’ Ὁμ. ἡ νὺξ καὶ ὁ [[ὕπνος]] λαμβάνουσιν ὡς ἐπίθετον τὴν λέξιν ταύτην: ἀμβροσίην διὰ νύκτα Ἰλ. Β. 57: περὶ δ’ [[ἀμβρόσιος]] κέχυθ’ [[ὕπνος]], [[θεῖος]], [[οὐράνιος]], [[ἥδιστος]] (ὡς τὰ νὺξ [[ἄμβροτος]], νὺξ δαιμονίη, ἱερὸν [[ἦμαρ]], ἱερὸν [[κνέφας]], πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 728): [[οὕτως]], ἀμβρ. [[ὕδωρ]] Ἐπιγράμμ. Ὁμ. Ι. 4· ἀμβρ. κρῆναι Εὐρ. Ἱππ. 748: - [[προσέτι]] πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς τοὺς θεοὺς καλεῖται ἀμβρόσιον, ὡς ἡ [[κόμη]] αὐτῶν, Ἰλ. Α. 529, κτλ., τὰ ἱμάτια αὐτῶν, τὰ πέδιλα, κτλ., Ε. 238, Φ. 507, Ω. 341 καὶ ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] τὸ [[ἔλαιον]] δι’ οὗ ἠλείφοντο, Ξ. 172, Ψ. 187· ἡ φωνὴ αὐτῶν καὶ τὸ ᾆσμα, Ὕμν. Ὁμ. 27. 18, Ἡσ. Θ. 69· ἡ φορβὴ (τροφὴ) καὶ ἡ [[φάτνη]] τῶν ἵππων αὐτῶν, Ἰλ. Ε. 369, Θ. 434: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς πράγματος ἐξόχως διαπρέποντος καὶ ὡραίου, [[κάλλος]] Ὀδ. Σ. 193· ἐπὶ στίχων, Πινδ. Π. 4. 532· ἐπὶ φιλίας, ὁ αὐτ. Ν. 8 .2, κτλ.: - πρβλ. [[ἀμβροσία]], [[ἄμβροτος]], [[ἄβροτος]] καὶ Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> immortel, divin;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> divinement beau <i>ou</i> bon.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμβροτος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth