ἀμφιάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0136.png Seite 136]] umhüllen, Sp.; aor. ἠμφίασα, Eryc. 12 (VII, 368).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0136.png Seite 136]] umhüllen, Sp.; aor. ἠμφίασα, Eryc. 12 (VII, 368).
}}
{{bailly
|btext=vêtir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀμφιέννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιάζω''': Πλουτ. Γ. Γράκχ. 2: μέλλ. -άσω Ἀλκίφρ. 3. 42: ἀόρ. ἠμφίασα Ἀνθ. Π. 7. 368, Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 25, Πολύαιν.: πρκμ. ἠμφίακα (συν-) Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256F.: - Μέσ., μέλλ. -άσομαι (μετ-) Λουκ.: ἀόρ. ἠμφιασάμην Ἀπολλόδ. 2. 1, 2, κτλ.: πρκμ. ἠμφίασμαι μετὰ μέσ. σημασ. (μετ-) Διόδ. 16. 11: - [[ἀμφιέζω]] εὕρηται κοινῶς ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλουτ., κτλ.: - πρβλ. ἀπ-, μετ-, συναμφιάζω: (ἐκ τῆς προθ. [[ἀμφί]], ὡς τὸ [[ἀντιάζω]] ἐκ τῆς [[ἀντί]]). Λέξις μεταγεν. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ [[ἀμφιέννυμι]], [[περιβάλλω]] τινὰ δι’ ἱματίων, τινί τι Θεμίστ.: - Μέσ., ἀμφιάσασθαί τι Ἑβδ. (Ἰώβ. μ΄, 5), Ἀπολλόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. [[ἐνδύω]], τινὰ Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· ἱματίοις τινὰ Ἀλκίφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: μεταφ. ἐπὶ τάφου, ὀστέα ἠμφίασεν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἀμφιάζω''': Πλουτ. Γ. Γράκχ. 2: μέλλ. -άσω Ἀλκίφρ. 3. 42: ἀόρ. ἠμφίασα Ἀνθ. Π. 7. 368, Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 25, Πολύαιν.: πρκμ. ἠμφίακα (συν-) Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256F.: - Μέσ., μέλλ. -άσομαι (μετ-) Λουκ.: ἀόρ. ἠμφιασάμην Ἀπολλόδ. 2. 1, 2, κτλ.: πρκμ. ἠμφίασμαι μετὰ μέσ. σημασ. (μετ-) Διόδ. 16. 11: - [[ἀμφιέζω]] εὕρηται κοινῶς ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλουτ., κτλ.: - πρβλ. ἀπ-, μετ-, συναμφιάζω: (ἐκ τῆς προθ. [[ἀμφί]], ὡς τὸ [[ἀντιάζω]] ἐκ τῆς [[ἀντί]]). Λέξις μεταγεν. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ [[ἀμφιέννυμι]], [[περιβάλλω]] τινὰ δι’ ἱματίων, τινί τι Θεμίστ.: - Μέσ., ἀμφιάσασθαί τι Ἑβδ. (Ἰώβ. μ΄, 5), Ἀπολλόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. [[ἐνδύω]], τινὰ Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· ἱματίοις τινὰ Ἀλκίφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: μεταφ. ἐπὶ τάφου, ὀστέα ἠμφίασεν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=vêtir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀμφιέννυμι]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer