3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0230.png Seite 230]] etwas anfassen, angreifen, τινός, Soph. σπαραγμὸς πνευμόνων ἀνθήψατο Trach. 775; parodirt von Ar. Ran. 475; φρενῶν Eur. Med. 55; vgl. 1860 u. Hec. 275; Her. in ion, F., [[ἀντάπτομαι]], πολέμου, Krieg unternehmen, 7, 138; ἔργου, Hand ans Werklegen, Plat. Ep. VII, 328 c; λογιστικῆς, behandeln, Rep. VII, 525 c; τῶν πραγμάτων, an Staatsgeschäften Theil nehmen, Thuc. 8, 97; tadeln, τινός, 8, 50. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0230.png Seite 230]] etwas anfassen, angreifen, τινός, Soph. σπαραγμὸς πνευμόνων ἀνθήψατο Trach. 775; parodirt von Ar. Ran. 475; φρενῶν Eur. Med. 55; vgl. 1860 u. Hec. 275; Her. in ion, F., [[ἀντάπτομαι]], πολέμου, Krieg unternehmen, 7, 138; ἔργου, Hand ans Werklegen, Plat. Ep. VII, 328 c; λογιστικῆς, behandeln, Rep. VII, 525 c; τῶν πραγμάτων, an Staatsgeschäften Theil nehmen, Thuc. 8, 97; tadeln, τινός, 8, 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀνθάψομαι, <i>ao.</i> ἀνθηψάμην;<br /><b>1</b> s'emparer à son tour de, gén.;<br /><b>2</b> s'attaquer à, gén.;<br /><b>3</b> toucher <i>ou</i> mettre la main à son tour à : [[τῶν]] πραγμάτων THC aux affaires publiques ; πολέμου HDT entreprendre une guerre à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἅπτομαι. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθάπτομαι''': Ἰων. [[ἀντάπτομαι]]: μέλλ. -ψομαι: ἀποθ.: ― ἅπτομαι καὶ ἐγώ, ἀντεπιτίθεμαι καὶ ἐγώ, οἱ Πέρσαι... ἅπτοντο [[αὐτοῦ]]... οἱ δὲ ἀντάπτοντό τε καὶ τοῖσι σκυτάλοισι ἔπαιον Ἡρόδ. 3.137· ἐπὶ ἱκεσίας, ἥψω τῆς ἐμῆς ὡς φῂς χερὸς καὶ... ἀνθάπτομαί σου τῶνδε τῶν αὐτῶν ἐγώ, ἃπτομαι νῦν καὶ ἐγὼ τῶν αὐτῶν, Εὐρ. Ἑκ. 275· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. [[ἁπλῶς]], ἐπιλαμβάνομαι, ἐπιχειρῶ, μετὰ γεν., [[οὔτε]] βουλομένων τῶν πολλῶν ἀντάπτεσθαι τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7.138· διεκελεύοντο ἀνθάπτεσθαι τῶν πραγμάτων = ἀντιλαμβάνεσθαι, νὰ λάβωσι [[μέρος]] εἰς τὰ πράγματα τῆς πολιτείας καὶ νὰ ἐπιδοθῶσι μετὰ ζήλου εἰς τὰ τοῦ πολέμου, Λατ. capessere remp., Θουκ. 8. 97· ἀνθ. τῆς λογιστικῆς Πλάτ. Πολ. 525C: ― ἐν γένει, [[φθάνω]], κατορθώνω, τερμόνων Εὐρ. Μήδ. 1182. 2) [[προσβάλλω]], ἰδίως ἐπὶ ἄλγους, κτλ., πλευμόνων ἀνθήψατο Σοφ. Τρ. 778· [[ἔχιδνα]]... ἢ τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει, πλευμόνων τ’ ἀνθάψεται Ἀριστοφ. Βάτρ. 474· φρενῶν, καρδίας Εὐρ. Μήδ. 55.1360· περὶ τῆς μισθοφορᾶς... μαλακωτέρως ἀνθήπτετο (ἐνν. Τισσαφέρνους) ἐμέμφετο αὐτόν, Θουκ. 8. 50. | |lstext='''ἀνθάπτομαι''': Ἰων. [[ἀντάπτομαι]]: μέλλ. -ψομαι: ἀποθ.: ― ἅπτομαι καὶ ἐγώ, ἀντεπιτίθεμαι καὶ ἐγώ, οἱ Πέρσαι... ἅπτοντο [[αὐτοῦ]]... οἱ δὲ ἀντάπτοντό τε καὶ τοῖσι σκυτάλοισι ἔπαιον Ἡρόδ. 3.137· ἐπὶ ἱκεσίας, ἥψω τῆς ἐμῆς ὡς φῂς χερὸς καὶ... ἀνθάπτομαί σου τῶνδε τῶν αὐτῶν ἐγώ, ἃπτομαι νῦν καὶ ἐγὼ τῶν αὐτῶν, Εὐρ. Ἑκ. 275· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. [[ἁπλῶς]], ἐπιλαμβάνομαι, ἐπιχειρῶ, μετὰ γεν., [[οὔτε]] βουλομένων τῶν πολλῶν ἀντάπτεσθαι τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7.138· διεκελεύοντο ἀνθάπτεσθαι τῶν πραγμάτων = ἀντιλαμβάνεσθαι, νὰ λάβωσι [[μέρος]] εἰς τὰ πράγματα τῆς πολιτείας καὶ νὰ ἐπιδοθῶσι μετὰ ζήλου εἰς τὰ τοῦ πολέμου, Λατ. capessere remp., Θουκ. 8. 97· ἀνθ. τῆς λογιστικῆς Πλάτ. Πολ. 525C: ― ἐν γένει, [[φθάνω]], κατορθώνω, τερμόνων Εὐρ. Μήδ. 1182. 2) [[προσβάλλω]], ἰδίως ἐπὶ ἄλγους, κτλ., πλευμόνων ἀνθήψατο Σοφ. Τρ. 778· [[ἔχιδνα]]... ἢ τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει, πλευμόνων τ’ ἀνθάψεται Ἀριστοφ. Βάτρ. 474· φρενῶν, καρδίας Εὐρ. Μήδ. 55.1360· περὶ τῆς μισθοφορᾶς... μαλακωτέρως ἀνθήπτετο (ἐνν. Τισσαφέρνους) ἐμέμφετο αὐτόν, Θουκ. 8. 50. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |