ἀντανακλάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0243.png Seite 243]] (s. [[κλάω]]), zurückbrechen. – Med., zurückprallen, vom Schalle; bei Gramm. sich zurückbeziehen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0243.png Seite 243]] (s. [[κλάω]]), zurückbrechen. – Med., zurückprallen, vom Schalle; bei Gramm. sich zurückbeziehen.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />réfléchir, répercuter (la lumière).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀνακλάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντανακλάω''': ὡς καὶ νῦν, ἀντανακλῶ, φῶς Πλούτ. 2. 696Α: - Παθ., [[αὐτόθι]] 903Α· ἀντανακλᾶται ἀκτὶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 82· ὀφθαλμοὶ ἀλλήλοις ἀντανακλώμενοι Ἀχιλ. Τάπ. 1. 9. 2) ἐπὶ ἤχου, ἀντανακλῶμαι, άντηχῶ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιζ΄ 19). 3) παρὰ Γραμμ., [[σχῆμα]] ἀντανακλώμενον, ὡς: σῴζω ἐμαυτόν, «ἀντανακλώμενον ἐκλήθη ἀπὸ τῆς μεταφορᾶς τῶν εἰς αὐτὰ ἀντανακλωμένων σωμάτων, καθ’ ὃ ἀναφέρεταί τι εἰς ἑαυτό», Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. σ. 175, πρβλ. προηγ.
|lstext='''ἀντανακλάω''': ὡς καὶ νῦν, ἀντανακλῶ, φῶς Πλούτ. 2. 696Α: - Παθ., [[αὐτόθι]] 903Α· ἀντανακλᾶται ἀκτὶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 82· ὀφθαλμοὶ ἀλλήλοις ἀντανακλώμενοι Ἀχιλ. Τάπ. 1. 9. 2) ἐπὶ ἤχου, ἀντανακλῶμαι, άντηχῶ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιζ΄ 19). 3) παρὰ Γραμμ., [[σχῆμα]] ἀντανακλώμενον, ὡς: σῴζω ἐμαυτόν, «ἀντανακλώμενον ἐκλήθη ἀπὸ τῆς μεταφορᾶς τῶν εἰς αὐτὰ ἀντανακλωμένων σωμάτων, καθ’ ὃ ἀναφέρεταί τι εἰς ἑαυτό», Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. σ. 175, πρβλ. προηγ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />réfléchir, répercuter (la lumière).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀνακλάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀντανακλάω:''' [[преломлять]], [[отражать]] ([[φῶς]] Plut.; ἡ ἐφ᾽ [[ὕδατος]] ἀντανακλωμένη [[ἀκτίς]] Sext.): [[σχῆμα]] ἀντανακλώμενον грам. возвратная форма.
|elrutext='''ἀντανακλάω:''' [[преломлять]], [[отражать]] ([[φῶς]] Plut.; ἡ ἐφ᾽ [[ὕδατος]] ἀντανακλωμένη [[ἀκτίς]] Sext.): [[σχῆμα]] ἀντανακλώμενον грам. возвратная форма.
}}
}}