ἀπονίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] poet. u. Sp. wie Plut. Phoc. 18 auch [[ἀπονίπτω]] (s. [[νίζω]]), abwaschen, ἀπονίζουσα Od. 23, 75; ὕδατι νίζοντες ἄπο βρότον Iliad. 7, 425; Plat. Conv. 175 a; ἀπονίζῃ Ar. Vesp. 608; ἀπονίψατε Od. 19, 317; ἀπονίψαντες βρότον ἐξ ὠτειλέων 24, 189. – Häufiger med., sich reinigen von etwas, χρῶτ' ἀπονί. πτεσθαι Od. 18, 179; ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο [mit langem ε] Il. 10, 572; χρῶτ'ἀπονιψαμένη Od. 18, 172; ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε 22, 478; oft abs., sich waschen, ἀπονενίμμεθα (nach der Mahlzeit, wie Poll. u. Ath. IX, 408 f auch bemerken) Ar. Vesp. 1217; vgl. Eccl. 419; ἀπονίψομαι Av. 1163; ἀπονιψάμενος Plat. Conv. 223 d, u. Sp.; τὸν πηλὸν ἀπονιψάμενοι τῶνποδῶν, sich den Schmutz von den Füßen abwaschen, Plut. Symp. 1, 2, 3; τὸν [[ὕπνον]] Luc. amor. 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] poet. u. Sp. wie Plut. Phoc. 18 auch [[ἀπονίπτω]] (s. [[νίζω]]), abwaschen, ἀπονίζουσα Od. 23, 75; ὕδατι νίζοντες ἄπο βρότον Iliad. 7, 425; Plat. Conv. 175 a; ἀπονίζῃ Ar. Vesp. 608; ἀπονίψατε Od. 19, 317; ἀπονίψαντες βρότον ἐξ ὠτειλέων 24, 189. – Häufiger med., sich reinigen von etwas, χρῶτ' ἀπονί. πτεσθαι Od. 18, 179; ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο [mit langem ε] Il. 10, 572; χρῶτ'ἀπονιψαμένη Od. 18, 172; ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε 22, 478; oft abs., sich waschen, ἀπονενίμμεθα (nach der Mahlzeit, wie Poll. u. Ath. IX, 408 f auch bemerken) Ar. Vesp. 1217; vgl. Eccl. 419; ἀπονίψομαι Av. 1163; ἀπονιψάμενος Plat. Conv. 223 d, u. Sp.; τὸν πηλὸν ἀπονιψάμενοι τῶνποδῶν, sich den Schmutz von den Füßen abwaschen, Plut. Symp. 1, 2, 3; τὸν [[ὕπνον]] Luc. amor. 44.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />confond ses autres temps avec ceux de</i> [[ἀπονίπτω]] : <i>f.</i> ἀπονίψω, <i>ao.</i> ἀπένιψα;<br /><b>1</b> enlever en lavant, laver : βρότον OD du sang noir;<br /><b>2</b> nettoyer en lavant, laver (le corps, les pieds, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπονίζομαι (<i>impf.</i> ἀπενιζόμην, <i>f.</i> ἀπονίψομαι, <i>ao.</i> ἀπενιψάμην, <i>pf.</i> ἀπονένιμμαι);<br /><b>1</b> enlever de dessus soi en lavant, acc.;<br /><b>2</b> nettoyer en lavant, laver, <i>acc. ; abs.</i> se laver les mains.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονίζω''': καὶ μεταγεν. [[ἀπονίπτω]], ὡς ἐν. Διοδ. 4. 59, Πλουτ. Φωκ. 18, καὶ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἴδε κατωτ.: μελλ. -[[νίψω]]. Ἀπονίπτω, [[ἀποπλύνω]], ἀπονίψαντες… βρότον ἐξ ὠτειλέων Ὀδ. 189, πρβλ. Ἰλ. Η. 425: ― Μεσ., [[ἀποπλύνω]] ἀπὸ τὸ σῶμά μου, ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο θαλάσσῃ Κ. 572. ΙΙ. [[νίπτω]] καὶ [[καθαρίζω]], [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, τὴν ἀπονίζουσα φρασάμην, παρετήρησα αὐτὴν (δηλ. τὴν οὐλὴν) ἐνῶ ἔνιπτον τοὺς πόδας [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ψ. 75· πρβλ.Τ 376· [[ὅταν]]… ἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ’ ἀλείφῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἀπ . τὸν παῖδα Πλάτ. Συμπ. 175Α: ― Μέσ., χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι, ἀποπλύνειν τὸ [[σῶμα]], Ὀδ. Σ. 179, πρβλ. 171· χεῖράς τε πόδας τε Χ 478· ἀπολ., [[νίπτω]] τὰς χεῖράς μου, ἐγὼ μὲν ἀποτρέχων ἀπονίψομαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1163· ἀπονίψασθαι δοτέον, νὰ κομισθῇ [[ὕδωρ]] διὰ [[νίψιμον]], «νὰ φέρουν [[νίψιμον]]» ὡς λέγουσιν ἐν Θράκῃ Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 1· [[οὕτως]] ἐν τῳ παθητ. πρκμ., ἀπονενίμμεθ’ Ἀριστοφ. Σφ. 1217· ἀπονενιμμένος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 419: ― ἴδε [[ἀπόνιπτρον]]. 2) σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, «ξεπλύνω»· νυνὶ δ’ ἀπονίζων τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 4.
|lstext='''ἀπονίζω''': καὶ μεταγεν. [[ἀπονίπτω]], ὡς ἐν. Διοδ. 4. 59, Πλουτ. Φωκ. 18, καὶ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἴδε κατωτ.: μελλ. -[[νίψω]]. Ἀπονίπτω, [[ἀποπλύνω]], ἀπονίψαντες… βρότον ἐξ ὠτειλέων Ὀδ. 189, πρβλ. Ἰλ. Η. 425: ― Μεσ., [[ἀποπλύνω]] ἀπὸ τὸ σῶμά μου, ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο θαλάσσῃ Κ. 572. ΙΙ. [[νίπτω]] καὶ [[καθαρίζω]], [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, τὴν ἀπονίζουσα φρασάμην, παρετήρησα αὐτὴν (δηλ. τὴν οὐλὴν) ἐνῶ ἔνιπτον τοὺς πόδας [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ψ. 75· πρβλ.Τ 376· [[ὅταν]]… ἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ’ ἀλείφῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἀπ . τὸν παῖδα Πλάτ. Συμπ. 175Α: ― Μέσ., χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι, ἀποπλύνειν τὸ [[σῶμα]], Ὀδ. Σ. 179, πρβλ. 171· χεῖράς τε πόδας τε Χ 478· ἀπολ., [[νίπτω]] τὰς χεῖράς μου, ἐγὼ μὲν ἀποτρέχων ἀπονίψομαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1163· ἀπονίψασθαι δοτέον, νὰ κομισθῇ [[ὕδωρ]] διὰ [[νίψιμον]], «νὰ φέρουν [[νίψιμον]]» ὡς λέγουσιν ἐν Θράκῃ Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 1· [[οὕτως]] ἐν τῳ παθητ. πρκμ., ἀπονενίμμεθ’ Ἀριστοφ. Σφ. 1217· ἀπονενιμμένος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 419: ― ἴδε [[ἀπόνιπτρον]]. 2) σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, «ξεπλύνω»· νυνὶ δ’ ἀπονίζων τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />confond ses autres temps avec ceux de</i> [[ἀπονίπτω]] : <i>f.</i> ἀπονίψω, <i>ao.</i> ἀπένιψα;<br /><b>1</b> enlever en lavant, laver : βρότον OD du sang noir;<br /><b>2</b> nettoyer en lavant, laver (le corps, les pieds, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπονίζομαι (<i>impf.</i> ἀπενιζόμην, <i>f.</i> ἀπονίψομαι, <i>ao.</i> ἀπενιψάμην, <i>pf.</i> ἀπονένιμμαι);<br /><b>1</b> enlever de dessus soi en lavant, acc.;<br /><b>2</b> nettoyer en lavant, laver, <i>acc. ; abs.</i> se laver les mains.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νίζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth