3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0783.png Seite 783]] (s. [[τρέχω]]), herauslaufen; ἐκ τῆς πόλεως Thuc. 4, 25, einen Ausfall machen; so oft von Soldaten, Xen., z. B. Hell. 2, 4, 33; τῆς συγκλήτου εἰς τὸν δῆμον Hdn. 7, 11, 10; τὸν καιρόν, überschreiten, D. L, 5, 65; τὸν θυμὸν ἐκδραμόντα, übermäßiger Zorn, Soph. O. C. 439; – hindurchlaufen, διά τινος, Philostr. – Von Gewächsen, schnell aufschießen (auflaufen), Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0783.png Seite 783]] (s. [[τρέχω]]), herauslaufen; ἐκ τῆς πόλεως Thuc. 4, 25, einen Ausfall machen; so oft von Soldaten, Xen., z. B. Hell. 2, 4, 33; τῆς συγκλήτου εἰς τὸν δῆμον Hdn. 7, 11, 10; τὸν καιρόν, überschreiten, D. L, 5, 65; τὸν θυμὸν ἐκδραμόντα, übermäßiger Zorn, Soph. O. C. 439; – hindurchlaufen, διά τινος, Philostr. – Von Gewächsen, schnell aufschießen (auflaufen), Theophr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐκθρέξομαι <i>ou</i> ἐκδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> ἐξέδραμον;<br /><b>1</b> sortir en courant;<br /><b>2</b> faire une sortie <i>en parl. de troupes</i>;<br /><b>3</b> s'élancer, jaillir ; <i>fig.</i> θυμὸς ἐκδραμών SOPH sa colère ayant fait explosion.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τρέχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι ἢ [[δραμοῦμαι]]: - [[τρέχω]] ἔξω, [[ἐξέρχομαι]] τρέχων, [[τρέχω]] εἰς τὰ [[πρόσω]], ἐκ δὲ [[θύραζε]] [[ἔδραμον]] ἀμφ’ Ἀχιλῆα Ἰλ. Σ. 30˙ [[κάμνω]] ἔξοδον, ἐξορμῶ, ἐκ πόλεως Θουκ. 4. 25, κτλ.˙ ἐπί τινα Ἀριστ. Ἀποσπ. 530. 2) δρόμῳ [[οἴχομαι]], [[φεύγω]] τρέχων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 991. 3) ἐπὶ κεράτων, αὐξάνομαι, τὴν φύσιν ἔχειν τῆς αὐξήσεως ὁμαλὴν... καὶ μὴ [[ταχέως]] ἐκδεδραμηκυῖαν Ἀριστ. περὶ Ἀκουστῶν 31: - ἐπὶ φυτῶν, [[ἀναβλαστάνω]], [[ἀνέρχομαι]], «μεγαλώνω», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5˙ μετὰ γεν., ἐκτ. τῶν ἄλλων ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8. 1. 4) μετ’ αἰτ., [[ὑπερβαίνω]], τὸν καιρὸν Διογ. Λ. 5. 65˙ ἀπολ. ἐπὶ θυμοῦ, [[ὑπερβαίνω]] τὰ ὅρια, Σοφ. Ο. Κ. 438. | |lstext='''ἐκτρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι ἢ [[δραμοῦμαι]]: - [[τρέχω]] ἔξω, [[ἐξέρχομαι]] τρέχων, [[τρέχω]] εἰς τὰ [[πρόσω]], ἐκ δὲ [[θύραζε]] [[ἔδραμον]] ἀμφ’ Ἀχιλῆα Ἰλ. Σ. 30˙ [[κάμνω]] ἔξοδον, ἐξορμῶ, ἐκ πόλεως Θουκ. 4. 25, κτλ.˙ ἐπί τινα Ἀριστ. Ἀποσπ. 530. 2) δρόμῳ [[οἴχομαι]], [[φεύγω]] τρέχων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 991. 3) ἐπὶ κεράτων, αὐξάνομαι, τὴν φύσιν ἔχειν τῆς αὐξήσεως ὁμαλὴν... καὶ μὴ [[ταχέως]] ἐκδεδραμηκυῖαν Ἀριστ. περὶ Ἀκουστῶν 31: - ἐπὶ φυτῶν, [[ἀναβλαστάνω]], [[ἀνέρχομαι]], «μεγαλώνω», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5˙ μετὰ γεν., ἐκτ. τῶν ἄλλων ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8. 1. 4) μετ’ αἰτ., [[ὑπερβαίνω]], τὸν καιρὸν Διογ. Λ. 5. 65˙ ἀπολ. ἐπὶ θυμοῦ, [[ὑπερβαίνω]] τὰ ὅρια, Σοφ. Ο. Κ. 438. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |