ἐμπήγνυμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] (s. [[πήγνυμι]]), hineinstecken, -schlagen; ἐνέπηξεν [[ἕλκος]] καρδίᾳ Pind. P. 2, 21; νεῖκός τινι N. 6, 52; Ἔρως ἐνέπηξεν ὀδόντα εἰς ἐμέ Paul. Sil. 26 (V, 266); vgl. Macedon. 16 (XI, 374); πάσσαλον εἴς τι, Geop. Häufig im pass., wozu das perf. II. ἐμπέπηγα gehört, hineingestoßen werden, darin haften, stecken; [[λόγχη]] τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων Ar. Ach. 1726; vgl. ἔν τί σοι παγήσεται Vesp. 347. Übertr., ἐμπέπηγα τῷ διακονεῖν Diphil. bei Ath. VII, 292 c, ich bin ein eingefleischter Diener. Bei Theophr. in Etwas gerinnen, gefrieren.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] (s. [[πήγνυμι]]), hineinstecken, -schlagen; ἐνέπηξεν [[ἕλκος]] καρδίᾳ Pind. P. 2, 21; νεῖκός τινι N. 6, 52; Ἔρως ἐνέπηξεν ὀδόντα εἰς ἐμέ Paul. Sil. 26 (V, 266); vgl. Macedon. 16 (XI, 374); πάσσαλον εἴς τι, Geop. Häufig im pass., wozu das perf. II. ἐμπέπηγα gehört, hineingestoßen werden, darin haften, stecken; [[λόγχη]] τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων Ar. Ach. 1726; vgl. ἔν τί σοι παγήσεται Vesp. 347. Übertr., ἐμπέπηγα τῷ διακονεῖν Diphil. bei Ath. VII, 292 c, ich bin ein eingefleischter Diener. Bei Theophr. in Etwas gerinnen, gefrieren.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐμπήξω, <i>ao.</i> [[ἐνέπηξα]], <i>pf.</i> ἐμπέπηγα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐμπαγήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἐνεπάγην]] &gt; <i>part.</i> [[ἐμπαγείς]];<br />ficher dans, enfoncer dans ; <i>Pass.</i> être fiché dans, τινι ; <i>pf.</i> ἐμπέπηγα <i>au sens Pass.</i>, être fiché, enfoncé dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπήγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -πήξω· ― ἐμπήγω, μ. δοτ., μεταφρένῳ ἐν [[δόρυ]] πῆξεν Ἰλ. Ε. 40· μεταφ., ἐνέπαξαν [[ἕλκος]]... ἑᾷ... καρδίᾳ Πινδ. II. 2. 168· [[ὡσαύτως]], ἐμπ. τι εἴς τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Ἀριστ. Προβλ. 8. 2, 3· ὀδόντα εἴς τινα Ἀνθ. Π. 5. 266, πρβλ. 11. 374. ― Παθ. μετ’ ἐνεργ. πρκμ. καὶ ὑπερσ., [[λόγχη]] τις ἐμπέπληγέ μοι δι’ ὀστέων, μοὶ [[εἶναι]] ἐμπεπηγμένη εἰς τὰ κόκκαλα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226· ἓν τί σοι παγήσεται ὁ αὐτ. Σφ. 437· ἀπολ., Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 3· μεταφ., ἐμπέπηγα τῷ διακονεῖν, προσηλοῦμαι εἰς τὸ διακονεῖν, καθίσταμαι ὑπηρετικώτατος, ἕτοιμος εἰς τὰς διαταγάς τινος, Λατ. defixus sum in..., Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 25. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ παγώσῃ, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2. ― Παθ., πήγνυμαι, παγώνω, [[αὐτόθι]] 1. 22, 7.
|lstext='''ἐμπήγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -πήξω· ― ἐμπήγω, μ. δοτ., μεταφρένῳ ἐν [[δόρυ]] πῆξεν Ἰλ. Ε. 40· μεταφ., ἐνέπαξαν [[ἕλκος]]... ἑᾷ... καρδίᾳ Πινδ. II. 2. 168· [[ὡσαύτως]], ἐμπ. τι εἴς τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Ἀριστ. Προβλ. 8. 2, 3· ὀδόντα εἴς τινα Ἀνθ. Π. 5. 266, πρβλ. 11. 374. ― Παθ. μετ’ ἐνεργ. πρκμ. καὶ ὑπερσ., [[λόγχη]] τις ἐμπέπληγέ μοι δι’ ὀστέων, μοὶ [[εἶναι]] ἐμπεπηγμένη εἰς τὰ κόκκαλα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226· ἓν τί σοι παγήσεται ὁ αὐτ. Σφ. 437· ἀπολ., Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 3· μεταφ., ἐμπέπηγα τῷ διακονεῖν, προσηλοῦμαι εἰς τὸ διακονεῖν, καθίσταμαι ὑπηρετικώτατος, ἕτοιμος εἰς τὰς διαταγάς τινος, Λατ. defixus sum in..., Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 25. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ παγώσῃ, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2. ― Παθ., πήγνυμαι, παγώνω, [[αὐτόθι]] 1. 22, 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐμπήξω, <i>ao.</i> [[ἐνέπηξα]], <i>pf.</i> ἐμπέπηγα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐμπαγήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἐνεπάγην]] &gt; <i>part.</i> [[ἐμπαγείς]];<br />ficher dans, enfoncer dans ; <i>Pass.</i> être fiché dans, τινι ; <i>pf.</i> ἐμπέπηγα <i>au sens Pass.</i>, être fiché, enfoncé dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm