ἑορτή: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0892.png Seite 892]] ἡ, ion. [[ὁρτή]], das Fest, der Festtag; Od. 20, 156; θεοῖο 21, 258; Folgde; nach Plat. defin. 415 a [[χρόνος]] ἱερὸς κατὰ νόμους; der plur. ist häufiger als der sing.; ἑορτὴν u. ἑορτὰς ἄγειν u. ἑορτάζειν, ein Fest feiern; πορσύνειν Eur. El. 625; ποιεῖν τινί Thuc. 2, 15 u. A. Uebh. Vergnügung, Ergötzlichkeit, Aesch. Eum. 182; καὶ ἡδοναί Plat. Rep. II, 364 c; καὶ [[παιδιά]] Phaedr. 236 b; ὄψεως Ael. V. H. 13, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0892.png Seite 892]] ἡ, ion. [[ὁρτή]], das Fest, der Festtag; Od. 20, 156; θεοῖο 21, 258; Folgde; nach Plat. defin. 415 a [[χρόνος]] ἱερὸς κατὰ νόμους; der plur. ist häufiger als der sing.; ἑορτὴν u. ἑορτὰς ἄγειν u. ἑορτάζειν, ein Fest feiern; πορσύνειν Eur. El. 625; ποιεῖν τινί Thuc. 2, 15 u. A. Uebh. Vergnügung, Ergötzlichkeit, Aesch. Eum. 182; καὶ ἡδοναί Plat. Rep. II, 364 c; καὶ [[παιδιά]] Phaedr. 236 b; ὄψεως Ael. V. H. 13, 1.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> fête : ἑορτὴν ἄγειν <i>ou</i> ἑορτάζειν, célébrer une fête ; ἑορτὴν θεῷ ποιεῖν THC célébrer une fête en l'honneur d’un dieu;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> réjouissance, amusement <i>en gén.</i> : ἑορτὴ ὄψεως ÉL charme pour la vue.<br />'''Étymologie:''' DELG le mot fait penser à [[ἔρανος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑορτή''': ἐν δὲ τῇ Ἰων. πεζογραφίᾳ ὁρτὴ (οὕτω καὶ ἐν Τραγ. στίχῳ Ἴωνος τοῦ τραγῳδιοποιοῦ παρ’ Ἀθήν. 258F), ἡ: - [[ἑορτή]], [[πανήγυρις]], [[ἐπεὶ]] καὶ πᾶσιν ἑορτὴ Ὀδ. Υ. 156· νῦν μὲν γὰρ κατὰ δῆμον ἑορτὴ [[τοῖο]] θεοῖο Φ. 258· ἑορτῆς στέργηθρ’ ἔχειν Αἰσχύλ. Εὐρ. 191· ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι Ἡρόδ. 1. 31· ὁρτὴν ἄγειν, ἑορτάζειν, ὁ αὐτ. 147, 150, Θουκ. 4. 5, κλ.· ὁρτὴν ἀνάγειν Ἡρόδ. 2. 40, 48, κ. ἀλλ. ἑορτὴν ἑορτάζειν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 2· ἑορτὴν τῷ θεῷ ποιεῖ, Θουκ. 2. 15. 2) [[καθόλου]], [[τέρψις]], «διασκέδασις», παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς [[χάριν]] Πλάτ. Φαῖδρ. 276Β, κλπ., οὕτω καὶ ἑορτὴν ἡγεῖσθαί τι Θουκ. 1. 70. 3) παροιμ., κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν, «ἐπὶ τῶν ἀπὸ καλοῦ πράγματος ἀπολειμένων» (Διογενιαν. 5. 73), Πλάτ. Γοργ. 447Α· ἀέργοις αἰὲν ἑορτά, ἑκάστη [[ἡμέρα]] εἶνε ἑορτὴ εἰς τοὺς ἀέργους, Θεόκρ. 15. 26, πρβλ. [[ἐροτή]]. ΙΙ. ἐν τῇ Παλ. καὶ τῇ Καινῇ Διαθ. ἡ [[μεγάλη]] τῶν Ἑβραίων [[ἑορτή]], ὁτὲ μὲν τῆς λέξεως [[πάσχα]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΔ΄, 25), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 41, κατὰ Ἰωάν. ιγ΄, 1, ὁτὲ δὲ [[ἄνευ]] αὐτῆς, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 14), Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κϛʹ, 5, κ. ἀλλ. - ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων = ἡ ἑορτὴ τοῦ [[πάσχα]] Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 15, ΛΑ΄, 17, Δευτερ. ιϛʹ, 16)· ἥγγιζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, ἡ λεγομένη [[πάσχα]] Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 1· ἡ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας Ἑβδ. (Δευτ. ιϛʹ, 16, κτλ.)· 2) ἐκκλησιαστικὴ [[ἑορτή]], [[μάλιστα]] τὸ χριστιανικὸν [[πάσχα]], ἡ μεγίστη πασῶν τῶν ἑορτῶν, Διον. Ἀλεξ. 1336Α (Εἰρην. 1228C), Εὐσέβ. ΙΙ. 181Β, Ἀθαν. 232C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 624Β, κλ. - δεσποτικὴ [[ἑορτή]], πρὸς ἀνάμνησιν σπουδαίου τινὸς συμβεβηκότος τοῦ βίου τοῦ Χριστοῦ· δεσποτικὴ λοιπὸν ἑορτὴ [[εἶναι]] τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, τὰ Φῶτα, ἡ Πεντηκοστή, ἡ Ἀνάληψις, ἡ Περιτομὴ καὶ ἡ Μεταμόρφωσις, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 1041Α, Γρηγέντ. 597Α, κ. ἄλλοι. - θεομητορικαὶ ἑορταί, αἱ τῆς μητρὸς τοῦ Σωτήρος, τοιαῦται δὲ [[εἶναι]] ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου, τὰ Εἰσόδια, ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ ἡ Κοίμησις. Ἴδε Ὡρολόγ. τὸ Μέγα, κλ.
|lstext='''ἑορτή''': ἐν δὲ τῇ Ἰων. πεζογραφίᾳ ὁρτὴ (οὕτω καὶ ἐν Τραγ. στίχῳ Ἴωνος τοῦ τραγῳδιοποιοῦ παρ’ Ἀθήν. 258F), ἡ: - [[ἑορτή]], [[πανήγυρις]], [[ἐπεὶ]] καὶ πᾶσιν ἑορτὴ Ὀδ. Υ. 156· νῦν μὲν γὰρ κατὰ δῆμον ἑορτὴ [[τοῖο]] θεοῖο Φ. 258· ἑορτῆς στέργηθρ’ ἔχειν Αἰσχύλ. Εὐρ. 191· ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι Ἡρόδ. 1. 31· ὁρτὴν ἄγειν, ἑορτάζειν, ὁ αὐτ. 147, 150, Θουκ. 4. 5, κλ.· ὁρτὴν ἀνάγειν Ἡρόδ. 2. 40, 48, κ. ἀλλ. ἑορτὴν ἑορτάζειν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 2· ἑορτὴν τῷ θεῷ ποιεῖ, Θουκ. 2. 15. 2) [[καθόλου]], [[τέρψις]], «διασκέδασις», παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς [[χάριν]] Πλάτ. Φαῖδρ. 276Β, κλπ., οὕτω καὶ ἑορτὴν ἡγεῖσθαί τι Θουκ. 1. 70. 3) παροιμ., κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν, «ἐπὶ τῶν ἀπὸ καλοῦ πράγματος ἀπολειμένων» (Διογενιαν. 5. 73), Πλάτ. Γοργ. 447Α· ἀέργοις αἰὲν ἑορτά, ἑκάστη [[ἡμέρα]] εἶνε ἑορτὴ εἰς τοὺς ἀέργους, Θεόκρ. 15. 26, πρβλ. [[ἐροτή]]. ΙΙ. ἐν τῇ Παλ. καὶ τῇ Καινῇ Διαθ. ἡ [[μεγάλη]] τῶν Ἑβραίων [[ἑορτή]], ὁτὲ μὲν τῆς λέξεως [[πάσχα]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΔ΄, 25), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 41, κατὰ Ἰωάν. ιγ΄, 1, ὁτὲ δὲ [[ἄνευ]] αὐτῆς, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 14), Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κϛʹ, 5, κ. ἀλλ. - ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων = ἡ ἑορτὴ τοῦ [[πάσχα]] Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 15, ΛΑ΄, 17, Δευτερ. ιϛʹ, 16)· ἥγγιζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, ἡ λεγομένη [[πάσχα]] Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 1· ἡ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας Ἑβδ. (Δευτ. ιϛʹ, 16, κτλ.)· 2) ἐκκλησιαστικὴ [[ἑορτή]], [[μάλιστα]] τὸ χριστιανικὸν [[πάσχα]], ἡ μεγίστη πασῶν τῶν ἑορτῶν, Διον. Ἀλεξ. 1336Α (Εἰρην. 1228C), Εὐσέβ. ΙΙ. 181Β, Ἀθαν. 232C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 624Β, κλ. - δεσποτικὴ [[ἑορτή]], πρὸς ἀνάμνησιν σπουδαίου τινὸς συμβεβηκότος τοῦ βίου τοῦ Χριστοῦ· δεσποτικὴ λοιπὸν ἑορτὴ [[εἶναι]] τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, τὰ Φῶτα, ἡ Πεντηκοστή, ἡ Ἀνάληψις, ἡ Περιτομὴ καὶ ἡ Μεταμόρφωσις, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 1041Α, Γρηγέντ. 597Α, κ. ἄλλοι. - θεομητορικαὶ ἑορταί, αἱ τῆς μητρὸς τοῦ Σωτήρος, τοιαῦται δὲ [[εἶναι]] ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου, τὰ Εἰσόδια, ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ ἡ Κοίμησις. Ἴδε Ὡρολόγ. τὸ Μέγα, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> fête : ἑορτὴν ἄγειν <i>ou</i> ἑορτάζειν, célébrer une fête ; ἑορτὴν θεῷ ποιεῖν THC célébrer une fête en l'honneur d’un dieu;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> réjouissance, amusement <i>en gén.</i> : ἑορτὴ ὄψεως ÉL charme pour la vue.<br />'''Étymologie:''' DELG le mot fait penser à [[ἔρανος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth