ἔγκτησις: Difference between revisions
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0710.png Seite 710]] ἡ, das Recht, sich im fremden Lande Besitzungen zu erwerben, u. eine solche Besitznahme selbst; ein Recht, welches bei Bündnissen zwei Staaten sich gegenseitig zugestehen; neben [[ἐπιγαμία]] Xen. Hell. 5, 2, 19; Dem. 18, 91; γῆς καὶ οἰκίας Inscr. 1793 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0710.png Seite 710]] ἡ, das Recht, sich im fremden Lande Besitzungen zu erwerben, u. eine solche Besitznahme selbst; ein Recht, welches bei Bündnissen zwei Staaten sich gegenseitig zugestehen; neben [[ἐπιγαμία]] Xen. Hell. 5, 2, 19; Dem. 18, 91; γῆς καὶ οἰκίας Inscr. 1793 u. öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />droit d’acquérir des biens-fonds ; l'acquisition elle-même.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκτάομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔγκτησις''': Δωρ. ἔγκτᾱσις, εως, ἡ, τὸ κατέχειν, ἐξουσιάζειν ἐν δήμῳ ἢ περιοχῇ ξένῃ κτήματα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19: ― τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ ἔχειν τοιαῦτα κτήματα ἐν ξένῃ [[πολλάκις]] ἀπενέμετο εἰς ξένους ὡς [[προνόμιον]] ἢ [[ἀμοιβή]], ἔγκτασιν δοῦναι Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 7, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1334, 1335, κ. ἀλλ.· [[εἶναι]] δὲ αὐτῷ οἰκίας ἔγκτησιν Συλλ. Ἐπιγρ. 90. 92· πρβλ. [[ἐπεργασία]]: ― ἐγκτητικόν, τό, [[φόρος]] γῆς ἀποτινόμενος ὑπὸ τοῦ κατέχοντος τοιαῦτα κτήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 101, 27. | |lstext='''ἔγκτησις''': Δωρ. ἔγκτᾱσις, εως, ἡ, τὸ κατέχειν, ἐξουσιάζειν ἐν δήμῳ ἢ περιοχῇ ξένῃ κτήματα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19: ― τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ ἔχειν τοιαῦτα κτήματα ἐν ξένῃ [[πολλάκις]] ἀπενέμετο εἰς ξένους ὡς [[προνόμιον]] ἢ [[ἀμοιβή]], ἔγκτασιν δοῦναι Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 7, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1334, 1335, κ. ἀλλ.· [[εἶναι]] δὲ αὐτῷ οἰκίας ἔγκτησιν Συλλ. Ἐπιγρ. 90. 92· πρβλ. [[ἐπεργασία]]: ― ἐγκτητικόν, τό, [[φόρος]] γῆς ἀποτινόμενος ὑπὸ τοῦ κατέχοντος τοιαῦτα κτήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 101, 27. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:04, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. ἔγκτασις, εως, ἡ, A tenure of land in a country or district by a person not belonging to it, X.HG5.2.19 (pl.); the right of holding such property, freq. granted as a privilege or reward to foreigners, ἔγκτασιν γᾶς καὶ οἰκιᾶν Decr.Byz. ap. D.18.91, cf. IG5(1).4.12 (Sparta), etc.; εἶναι δὲ αὐτῷ οἰκίας ἔγκτησιν ib.22.53. 2 estate, property, LXX Le.25.13, etc.; βιβλιοθήκη ἐγκτήσεων register of properties, BGU76 (ii A. D.), etc. 3 acquisition of territory, Plb.28.20.8 (prob. l.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): dór. ἔγκτασις Decr. en D.18.91; tes. ἔντασις IG 9(2).511.3 (III a.C.)
• Grafía: pap. graf. ἔνκ-
I 1jur. derecho de adquisición de propiedades o bienes raíces en otra ciudad Ἀθαναίοις δόμεν ... ἔγκτασιν γᾶς καὶ οἰκιᾶν Decr. en D.l.c., cf. Arist.Oec.1347a2, X.HG 5.2.19, frec. en decr. honoríf. y de proxenía IG 13.227.20 (V a.C.), SEG 36.982B.7 (Yaso V a.C.), IG 22.53.3 (IV a.C.), IEphesos 1389.9, 1443.5 (ambas IV a.C.), IIasos 61.3 (IV/III a.C.), FAmyzon 38.3 (III a.C.), IKeramos 3.8 (heleníst.), IG 92(1).19.12 (Termo III a.C.), 5(1).4.12 (Esparta III/II a.C.), glos. a ἐμπάσεις Hsch.
2 propiedad inmobiliaria, bienes inmuebles, raíces, gener. en plu. βιβλιοθήκη ἐγκτήσεων archivo, registro de la propiedad inmobiliaria existente en cada nomo BGU 76.1 (II d.C.), tb. llamado τὸ τῶν ἐνκτήσεων βιβλιοφυλάκιον POxy.3690.4 (II d.C.), cf. PTurner 34.8 (III d.C.), ἀπογραφὴ ἐνκτήσεων declaración catastral, de bienes inmuebles, PRyl.103.21 (II d.C.), βιβλιοφύλαξ ἐγκτήσεων BGU 2017.3 (I d.C.), PFlor.24.1 (II d.C.), PLips.9.1 (III d.C.)
•raro en sg. hacienda καθότι ἂν πλεῖον τῶν ἐτῶν, πληθύνῃ τὴν ἔγκτησιν αὐτοῦ LXX Le.25.16. Cf. tb. 1 ἔμπασις.
II adquisición de territorio κατὰ πόλεμον Plb.28.20.8.
German (Pape)
[Seite 710] ἡ, das Recht, sich im fremden Lande Besitzungen zu erwerben, u. eine solche Besitznahme selbst; ein Recht, welches bei Bündnissen zwei Staaten sich gegenseitig zugestehen; neben ἐπιγαμία Xen. Hell. 5, 2, 19; Dem. 18, 91; γῆς καὶ οἰκίας Inscr. 1793 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
droit d’acquérir des biens-fonds ; l'acquisition elle-même.
Étymologie: ἐγκτάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκτησις: Δωρ. ἔγκτᾱσις, εως, ἡ, τὸ κατέχειν, ἐξουσιάζειν ἐν δήμῳ ἢ περιοχῇ ξένῃ κτήματα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19: ― τὸ δικαίωμα τοῦ ἔχειν τοιαῦτα κτήματα ἐν ξένῃ πολλάκις ἀπενέμετο εἰς ξένους ὡς προνόμιον ἢ ἀμοιβή, ἔγκτασιν δοῦναι Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 7, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1334, 1335, κ. ἀλλ.· εἶναι δὲ αὐτῷ οἰκίας ἔγκτησιν Συλλ. Ἐπιγρ. 90. 92· πρβλ. ἐπεργασία: ― ἐγκτητικόν, τό, φόρος γῆς ἀποτινόμενος ὑπὸ τοῦ κατέχοντος τοιαῦτα κτήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 101, 27.
Greek Monolingual
ἔγκτησις, η (Α)
1. ιδιοκτησία κτημάτων σε ξένη χώρα
2. το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σε ξένη περιοχή
3. αγρόκτημα, υποστατικό
4. απόκτηση γαιών.
Greek Monotonic
ἔγκτησις: Δωρ. ἔγκτᾱσις, -εως, ἡ, κατοχή, ιδιοκτησία γης σε μία περιοχή από ένα ξένο, σε Ξεν.· το δικαίωμα του να κατέχεις τέτοια γη που έχει παραχωρηθεί ως δωρεά σε ξένους, σε Ψήφ. Βυζ. παρά Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκτησις: дор. ap. Dem. ἔγκτᾱσις, εως ἡ право владения недвижимостью вне своей страны (συγκλεισθῆναι ταῖς ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ᾽ ἀλλήλοις Xen.; δεδόχθαι τινὶ ἔγκτασιν γᾶς καὶ οἰκιᾶν Dem.).
Middle Liddell
ἔγκτησις, εως [from ἐγκτάομαι
tenure of land in a place by a stranger, Xen.:— the right of holding such land, granted to foreigners, Decret. ap. Dem.