3,274,216
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1159.png Seite 1159]] ἡ (nach Buttmann von [[ἕλκω]], wahrscheinlich mit [[ἐλαύνω]] zusammenhangend), – 1) Rocken, [[Spinnrocken]]; Od. 1, 337 werden als ἔργα γυναικός genannt [[ἱστός]] u. [[ἠλακάτη]], wie Il. 6, 491; vgl. Od. 4, 135 [[ἠλακάτη]] τετάνυστο ἰοδνεφὲς [[εἶρος]] ἔχουσα; Eur. [[λίνον]] ἠλακάτᾳ δακτύλοις ἑλίσσει ν Or. 1431; ἐργάτιν εὐκλώστου νήματος ἠλακάτην Antip. Sid. 22 (VI, 174); mit [[ἄτρακτος]] verbunden, Archi. 11 (VI, 39) u. Sp.; aber ἀτράκτου [[ἠλακάτη]] ist die Stange der Spindel, Plat. Rep. X, 616 c. – 21 von anderen spindel- oder schaftartigen Dingen, die aus Rohr gemacht, bes. zum Drehen bestimmt sind, – a) die [[Spindel]] oder Spille, der oberste sich drehende Theil des Mastbaums, Ath. XI, 475 a; vgl. An. Rh. 1. 565. – b) eine [[Winde]], schwere Netze heraufzuziehen, sonst [[ὄνος]] genannt, Schol. Thuc. 7, 25; übh. eine Maschine, die sich umdrehen läßt, Sp. – 3) im Allgemeinen [[Rohr]], Stengel, Halm, auch einzelne Schüsse des Rohrs von einem Knotenzum andern, Theophr., u. ein aus Rohr gemachter Pfeil; Phot. lex. erkl. ἠλακάται, καλάμων ῥαβδία · ἀφ' ὧν καὶ τὰ κῶλα τῶν στα χύων. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1159.png Seite 1159]] ἡ (nach Buttmann von [[ἕλκω]], wahrscheinlich mit [[ἐλαύνω]] zusammenhangend), – 1) Rocken, [[Spinnrocken]]; Od. 1, 337 werden als ἔργα γυναικός genannt [[ἱστός]] u. [[ἠλακάτη]], wie Il. 6, 491; vgl. Od. 4, 135 [[ἠλακάτη]] τετάνυστο ἰοδνεφὲς [[εἶρος]] ἔχουσα; Eur. [[λίνον]] ἠλακάτᾳ δακτύλοις ἑλίσσει ν Or. 1431; ἐργάτιν εὐκλώστου νήματος ἠλακάτην Antip. Sid. 22 (VI, 174); mit [[ἄτρακτος]] verbunden, Archi. 11 (VI, 39) u. Sp.; aber ἀτράκτου [[ἠλακάτη]] ist die Stange der Spindel, Plat. Rep. X, 616 c. – 21 von anderen spindel- oder schaftartigen Dingen, die aus Rohr gemacht, bes. zum Drehen bestimmt sind, – a) die [[Spindel]] oder Spille, der oberste sich drehende Theil des Mastbaums, Ath. XI, 475 a; vgl. An. Rh. 1. 565. – b) eine [[Winde]], schwere Netze heraufzuziehen, sonst [[ὄνος]] genannt, Schol. Thuc. 7, 25; übh. eine Maschine, die sich umdrehen läßt, Sp. – 3) im Allgemeinen [[Rohr]], Stengel, Halm, auch einzelne Schüsse des Rohrs von einem Knotenzum andern, Theophr., u. ein aus Rohr gemachter Pfeil; Phot. lex. erkl. ἠλακάται, καλάμων ῥαβδία · ἀφ' ὧν καὶ τὰ κῶλα τῶν στα χύων. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />quenouille.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠλᾰκάτη''': κᾰ, ἡ, Δωρ. ἠλακκάτᾱ Εὐ., ἀλακάτᾱ Θεόκρ.· (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς): -[[ἠλακάτη]], «ῥόκα», Λατ. colus, ἐφ᾿ ἧς τυλίσσεται τὸ [[ἔριον]], Ὀδ. Δ. 135, πρβλ. Α. 357, Ἰλ. Z. 491, Εὐρ., κτλ.· ἡ ἠλ. τοῦ ἀτράκτου, ἡ [[ῥάβδος]], τὸ [[στέλεχος]] τοῦ ἀτράκτου, Πλάτ. Πολ. 616C· πρὶν γηραιῇσι μιγήμεναι ἠλακάτῃσιν, πρὶν ἔλθῃ εἰς τὸ [[γῆρας]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6280B. 18. ΙΙ. ὡς τὸ ἄτρακτος, ἐπὶ πολλῶν πραγμάτων ἐχόντων τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἠλακάτης, ὡς: 1) «καλαμοκάννι», τὸ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς γόνατος [[μέχρι]] τοῦ ἑτέρου [[μέρος]] τοῦ καλάμου, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 2, 1· [[δόναξ]] ῾Ησύχ.· πρβλ. [[πολυηλάκατος]]. 2) [[βέλος]], ὡς τὸ ἄτρακτος, Ἡσύχ., πρβλ. [[χρυσηλάκατος]]. 3) τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τοῦ ἱστοῦ, [[ὅπερ]] ἦν πεποιημένον [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ στρέφηται, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565 (ἴδε Σχόλ.), Ἀθήν. 475A. 4) μηχανὴ δι᾿ ἧς ἀνεσύροντο ἐκ τῆς θαλλάσσης τὰ δίκτυα ἢ ἄλλα βάρη. ἀλλαχοῦ [[ὄνος]], Σχόλ. Θουκ. 7. 25.· | |lstext='''ἠλᾰκάτη''': κᾰ, ἡ, Δωρ. ἠλακκάτᾱ Εὐ., ἀλακάτᾱ Θεόκρ.· (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς): -[[ἠλακάτη]], «ῥόκα», Λατ. colus, ἐφ᾿ ἧς τυλίσσεται τὸ [[ἔριον]], Ὀδ. Δ. 135, πρβλ. Α. 357, Ἰλ. Z. 491, Εὐρ., κτλ.· ἡ ἠλ. τοῦ ἀτράκτου, ἡ [[ῥάβδος]], τὸ [[στέλεχος]] τοῦ ἀτράκτου, Πλάτ. Πολ. 616C· πρὶν γηραιῇσι μιγήμεναι ἠλακάτῃσιν, πρὶν ἔλθῃ εἰς τὸ [[γῆρας]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6280B. 18. ΙΙ. ὡς τὸ ἄτρακτος, ἐπὶ πολλῶν πραγμάτων ἐχόντων τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἠλακάτης, ὡς: 1) «καλαμοκάννι», τὸ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς γόνατος [[μέχρι]] τοῦ ἑτέρου [[μέρος]] τοῦ καλάμου, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 2, 1· [[δόναξ]] ῾Ησύχ.· πρβλ. [[πολυηλάκατος]]. 2) [[βέλος]], ὡς τὸ ἄτρακτος, Ἡσύχ., πρβλ. [[χρυσηλάκατος]]. 3) τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τοῦ ἱστοῦ, [[ὅπερ]] ἦν πεποιημένον [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ στρέφηται, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565 (ἴδε Σχόλ.), Ἀθήν. 475A. 4) μηχανὴ δι᾿ ἧς ἀνεσύροντο ἐκ τῆς θαλλάσσης τὰ δίκτυα ἢ ἄλλα βάρη. ἀλλαχοῦ [[ὄνος]], Σχόλ. Θουκ. 7. 25.· | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |