ἠλίθιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1161.png Seite 1161]] (vgl. [[ἠλός]], [[ἠλεός]]), 1) [[nichtig]], [[vergeblich]], eitel, [[χόλος]] οὐκ [[ἀλίθιος]] γίγνεται παίδων [[Διός]] Pind. P. 3, 11; [[ὅπως]] [[μήτε]] πρὸ καιροῦ μήθ' ὑπὲρ ἄστρων [[βέλος]] ἠλίθιον σκήψειεν Aesch. Ag. 366; ὅτ' ἀλιθίαν ὁδὸν [[ἦνθον]] Theocr. 16, 9; adv. ἠλιθίως, 10, 40. – 2) häufiger [[thöricht]], [[einfältig]], unverständig, nach Moeris attisch für das hellenistische εἶκαῖος, [[ἀνόητος]]; Plat. sagt τοὺς μὲν πλεῖστον [[μέρος]] αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους καὶ ἐμβροντήτους, Alc. II, 140 c; Eur. Cycl. 535; Ar. Av. 523 u. öfter; ἠλιθιώτατος, Eccl. 765; ἀνόητόν τε καὶ ἠλίθιον θάῤῥος θαῤῥεῖν Plat. Phaed. 95 e, öfter; Lys. 10, 16; καὶ [[βλάξ]] Xen. Cyr. 1, 4, 12. – Adv., ἠλιθίως διακεῖσθαι Lys. 1, 10; Plat. Theaet. 176 e u. Sp. Davon
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1161.png Seite 1161]] (vgl. [[ἠλός]], [[ἠλεός]]), 1) [[nichtig]], [[vergeblich]], eitel, [[χόλος]] οὐκ [[ἀλίθιος]] γίγνεται παίδων [[Διός]] Pind. P. 3, 11; [[ὅπως]] [[μήτε]] πρὸ καιροῦ μήθ' ὑπὲρ ἄστρων [[βέλος]] ἠλίθιον σκήψειεν Aesch. Ag. 366; ὅτ' ἀλιθίαν ὁδὸν [[ἦνθον]] Theocr. 16, 9; adv. ἠλιθίως, 10, 40. – 2) häufiger [[thöricht]], [[einfältig]], unverständig, nach Moeris attisch für das hellenistische εἶκαῖος, [[ἀνόητος]]; Plat. sagt τοὺς μὲν πλεῖστον [[μέρος]] αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους καὶ ἐμβροντήτους, Alc. II, 140 c; Eur. Cycl. 535; Ar. Av. 523 u. öfter; ἠλιθιώτατος, Eccl. 765; ἀνόητόν τε καὶ ἠλίθιον θάῤῥος θαῤῥεῖν Plat. Phaed. 95 e, öfter; Lys. 10, 16; καὶ [[βλάξ]] Xen. Cyr. 1, 4, 12. – Adv., ἠλιθίως διακεῖσθαι Lys. 1, 10; Plat. Theaet. 176 e u. Sp. Davon
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> sot, insensé;<br /><b>2</b> vain, inutile.<br />'''Étymologie:''' cf. *[[ἠλός]], [[ἠλεός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠλίθιος''': Δωρ. ἀλίθ-, α, ον, ([[ἤλιθα]] ΙΙ) [[μάταιος]], ἄσκοπος, [[ἀνωφελής]], [[χόλος]] Πίνδ. Π. 2. 21∙ [[βέλος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 366∙ ὁδὸς Θεόκρ. 16. 9. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀναίσθητος]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], ὡς τὸ [[μάταιος]], Ἡρόδ. 1. 60, Εὐρ. Κύκλ. 537, Ἀριστοφ. Ἀχ. 443, κτλ.∙ τοὺς μὲν πλεῖστον [[μέρος]] αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους τε καὶ ἐμβροντήτους Πλάτ. Ἀλκ. σ. 240∙ ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Πλάτ. Φαίδωνι 95C∙ ἠλιθιώτερος Ξεν. Συμπ. 3, 6∙ - ώτατος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 765∙ - ἠλίθιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 5, Ἀντιφ. Βοιωτ. 1. - Ἐπίρρ. -ίως, Λυσ. 92. 34, Πλάτ. Θεαιτ. 180D∙ οὐδετ. ἠλίθιον, ὡς ἐπίρρ., Ἀριστοφ. Νεφ. 872.
|lstext='''ἠλίθιος''': Δωρ. ἀλίθ-, α, ον, ([[ἤλιθα]] ΙΙ) [[μάταιος]], ἄσκοπος, [[ἀνωφελής]], [[χόλος]] Πίνδ. Π. 2. 21∙ [[βέλος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 366∙ ὁδὸς Θεόκρ. 16. 9. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀναίσθητος]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], ὡς τὸ [[μάταιος]], Ἡρόδ. 1. 60, Εὐρ. Κύκλ. 537, Ἀριστοφ. Ἀχ. 443, κτλ.∙ τοὺς μὲν πλεῖστον [[μέρος]] αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους τε καὶ ἐμβροντήτους Πλάτ. Ἀλκ. σ. 240∙ ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Πλάτ. Φαίδωνι 95C∙ ἠλιθιώτερος Ξεν. Συμπ. 3, 6∙ - ώτατος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 765∙ - ἠλίθιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 5, Ἀντιφ. Βοιωτ. 1. - Ἐπίρρ. -ίως, Λυσ. 92. 34, Πλάτ. Θεαιτ. 180D∙ οὐδετ. ἠλίθιον, ὡς ἐπίρρ., Ἀριστοφ. Νεφ. 872.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> sot, insensé;<br /><b>2</b> vain, inutile.<br />'''Étymologie:''' cf. *[[ἠλός]], [[ἠλεός]].
}}
}}
{{grml
{{grml