ὑδαρής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5, $6 $7")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] ές, wässerig, durch Wasser verdünnt, verfälscht; eigtl. vom Weine, Ggstz [[ἄκρατος]], Antiphan. bei Ath. V, 441 b; Xen. Lac. 1, 3; Arist. H. A. 7, 12; dah. übertr., geschwächt, oder falsch, verstellt, [[φιλότης]] Aesch. Ag. 772.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] ές, wässerig, durch Wasser verdünnt, verfälscht; eigtl. vom Weine, Ggstz [[ἄκρατος]], Antiphan. bei Ath. V, 441 b; Xen. Lac. 1, 3; Arist. H. A. 7, 12; dah. übertr., geschwächt, oder falsch, verstellt, [[φιλότης]] Aesch. Ag. 772.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />mélangé d’eau, <i>càd</i> faible (vin).<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδαρής''': -ές, γεν. έος· ([[ὕδωρ]])· - «νερουλός», [[διαχώρημα]] Ἱππ. Προγν. 40· καταμήνια ὑδαρέστερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 40. 1. 16· ἰχῶρες [[αὐτόθι]] 7. 9, 2, κλπ. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ οἴνου μεμιγμένος μετὰ πολλοῦ ὕδατος, «νερωμένος», ὑδαρῆ ’νέχεέν σοι; - [[παντάπασι]] μὲν οὖν [[ὕδωρ]] Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 4, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ξεν. Λακ. 1, 3, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1, ἐν «Τοκιστῇ» 1· κεράννυται οὔθ’ ὑδαρὲς οὔτ’ ἄκρατον Ἀντιφάν. ἐν «Ἀκοντιζομένῃ» 1. 4· ὑδ. [[κυλίκιον]] Λυκόφρ. ὁ Χαλκιδεὺς παρ’ Ἀθην. 420C. - Ἐπίρρ., [[οἶνος]] ὑδαρῶς συγκεκραμένος Μοσχίων· - ἴδε [[κιρνάω]] ἐν τέλ. 3) μεταφορ., [[ἀδύνατος]], [[χαλαρός]], ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι Αἰσχύλ. Ἀγ. 798 [[φιλία]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 7 [[μῦθος]] ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 13· τὸ ὑδ. τοῦ φρονήματος Κλήμ. Ἀλ. 184. ΙΙ. ἐπὶ χρώματος, ὑδατόχρους, [[ὠχρός]], [[ὄμμα]] προβάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 17.
|lstext='''ὑδαρής''': -ές, γεν. έος· ([[ὕδωρ]])· - «νερουλός», [[διαχώρημα]] Ἱππ. Προγν. 40· καταμήνια ὑδαρέστερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 40. 1. 16· ἰχῶρες [[αὐτόθι]] 7. 9, 2, κλπ. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ οἴνου μεμιγμένος μετὰ πολλοῦ ὕδατος, «νερωμένος», ὑδαρῆ ’νέχεέν σοι; - [[παντάπασι]] μὲν οὖν [[ὕδωρ]] Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 4, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ξεν. Λακ. 1, 3, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1, ἐν «Τοκιστῇ» 1· κεράννυται οὔθ’ ὑδαρὲς οὔτ’ ἄκρατον Ἀντιφάν. ἐν «Ἀκοντιζομένῃ» 1. 4· ὑδ. [[κυλίκιον]] Λυκόφρ. ὁ Χαλκιδεὺς παρ’ Ἀθην. 420C. - Ἐπίρρ., [[οἶνος]] ὑδαρῶς συγκεκραμένος Μοσχίων· - ἴδε [[κιρνάω]] ἐν τέλ. 3) μεταφορ., [[ἀδύνατος]], [[χαλαρός]], ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι Αἰσχύλ. Ἀγ. 798 [[φιλία]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 7 [[μῦθος]] ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 13· τὸ ὑδ. τοῦ φρονήματος Κλήμ. Ἀλ. 184. ΙΙ. ἐπὶ χρώματος, ὑδατόχρους, [[ὠχρός]], [[ὄμμα]] προβάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 17.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />mélangé d’eau, <i>càd</i> faible (vin).<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml