ὑποπτεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] 1) argwöhnisch sein; εἴς τινα, Thuc. 4, 51, nach Krüger, wie οὐδὲν εἴς τινα D. C. 35, 3; argwöhnen, mit acc. c. inf., Her. 8, 100; mit μή, 9, 90; ἄν γέ τινας ὑποπτεύῃ μὴ ἐπιτρέψειν αὐτῷ ἄρχειν, Plat. Rep. VIII, 567 a; übh. vermuthen, als Ggstz von ἱκανῶς συννοῶ, Theaet. 164 a; Sp. – 2) trans., τινά, Jem. beargwöhnen, in Verdacht haben, Soph. El. 43; θὴρ κυναγώς Theocr. 23, 10, zw.; τινὰ ἔς τι, Her. 3, 44; Thuc. 6, 92; τί, Etwas argwöhnen, Her. 6, 129; Eur. I. T. 1036; τὸ μέλλον Rhes. 49; Plat. Theaet. 191 b; ὃ ἐγὼ [[ὑποπτεύω]] περὶ [[αὐτοῦ]] Crat. 409 d. – Pass. im Verdacht sein, Thuc. 4, 86 Xen. Cyr. 2, 4,16 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] 1) argwöhnisch sein; εἴς τινα, Thuc. 4, 51, nach Krüger, wie οὐδὲν εἴς τινα D. C. 35, 3; argwöhnen, mit acc. c. inf., Her. 8, 100; mit μή, 9, 90; ἄν γέ τινας ὑποπτεύῃ μὴ ἐπιτρέψειν αὐτῷ ἄρχειν, Plat. Rep. VIII, 567 a; übh. vermuthen, als Ggstz von ἱκανῶς συννοῶ, Theaet. 164 a; Sp. – 2) trans., τινά, Jem. beargwöhnen, in Verdacht haben, Soph. El. 43; θὴρ κυναγώς Theocr. 23, 10, zw.; τινὰ ἔς τι, Her. 3, 44; Thuc. 6, 92; τί, Etwas argwöhnen, Her. 6, 129; Eur. I. T. 1036; τὸ μέλλον Rhes. 49; Plat. Theaet. 191 b; ὃ ἐγὼ [[ὑποπτεύω]] περὶ [[αὐτοῦ]] Crat. 409 d. – Pass. im Verdacht sein, Thuc. 4, 86 Xen. Cyr. 2, 4,16 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ὑπώπτευον, <i>f.</i> ὑποπτεύσω, <i>ao.</i> ὑπώπτευσα, <i>sel. d’autres</i> ὑπόπτευσα, <i>pf.</i> ὑπώπτευκα, <i>sel. d’autres</i> ὑπόπτευκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> être soupçonneux, défiant : ὑπ. ἔς τινα avec l'inf. avoir à l'égard de qqn le soupçon que;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> soupçonner, suspecter, se méfier : τινα de qqn ; τινα ἔς [[τι]] de qqn pour qch ; τινα [[ὡς]] avec un mode pers. : soupçonner qqn de ; [[τι]] suspecter <i>ou</i> redouter qch, soupçonner qch, se douter de qch ; τινα [[μή]] redouter que qqn… ; <i>Pass.</i> être l'objet de soupçons ; • <i>impers.</i> [[ὡς]] ὑπωπτεύετο XÉN comme on le soupçonnait;<br /><b>2</b> supposer, conjecturer.<br />'''Étymologie:''' [[ὕποπτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποπτεύω''': ὡς καὶ νῦν, ἔχω ὑποψίαν, Ξεν. Ἱέρ. 17, Λυσί. 92 33· [[ὡσαύτως]], ὑπ. εἴς τινα, μετ’ ἀπαρ., ἔχω ὑποψίαν εἴς τινα ὅτι..., Θουκ. 4. 51, πρβλ. [[ὑπόπτης]]. 2) [[ἁπλῶς]] [[ὑποπτεύω]], [[εἰκάζω]], [[ὑποπτεύω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱκανῶς συννοῶ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 29, Πλάτ. Θεαίτ. 164Α. ΙΙ. μεταβ., [[ὑποπτεύω]] τινά, παρατηρῶ ὑπόπτως, οὐ γάρ σε μὴ γήρᾳ τε καὶ χρόνῳ μακρῷ γνῶσ’ οὐδ’ ὑποπτεύουσιν ὧδ’ ἠνθισμένον Σοφ. Ἠλ. 43, Θουκ. 8. 39· οἷα δὲ θὴρ [[ὑλαῖος]] ὑποπτεύῃσι κυναγὼς Θεόκρ. 23. 10· ὑπ. τινα ἔς τι Ἡρόδ. 3. 44, Θουκ. 6. 92, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 30. 9· - Παθ., [[οὔκουν]] ἀξιῶ οὔτ’ αὐτὸς ὑποπτεύεσθαι... [[οὔτε]] τιμωρὸς [[ἀδύνατος]] νομισθῆναι Θουκ. 4. 85. -Παθ. ἀπροσ., ὡς ὑπωπτεύετο, ὡς γενικῶς ὑπωπτεύετο, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 20. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[ὑποπτεύω]] ὅτι..., ὑπ. αὐτὸν δρησμὸν βουλεύεσθαι Ἡρόδ. 8. 100, πρβλ. 127., 3. 77, Θουκ. 4. 126, Πλάτ., κλπ.· - οὕτω καί, ὑπ. τινα ὡς..., ἔχω ὑποψίας [[περί]] τινος ὅτι..., Ἡρόδ. 3. 68· ὑπ. τινα μή..., ὁ αὐτ. 9. 90. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[βλέπω]] μεθ’ ὑποψίας τι, τὸ [[πρῆγμα]] ὁ αὐτ. 6. 129· τὸ μέλλον Εὐρ. Ρῆσ. 49· - ἀλλὰ και, ὑπ. τι, ἔχω ὑποψίαν τινά, ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1036, κλπ.· τι [[περί]] τινος Πλάτ. Κρατ. 409D· τι κατά τινος Πολύβ. 8. 22, 2· - πληροφοροῦμαι μυστικῶς καὶ ἀορίστως [[περί]] τινος, Πλάτ. Γοργ. 453Β· ὁ [[ἵππος]] ὑπ. τι (πρβλ. [[ὑπόπτης]]) Ξεν. Ἱππ. 6. 14. - Παθ., Πλάτ. Νόμ. 967Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19-22.
|lstext='''ὑποπτεύω''': ὡς καὶ νῦν, ἔχω ὑποψίαν, Ξεν. Ἱέρ. 17, Λυσί. 92 33· [[ὡσαύτως]], ὑπ. εἴς τινα, μετ’ ἀπαρ., ἔχω ὑποψίαν εἴς τινα ὅτι..., Θουκ. 4. 51, πρβλ. [[ὑπόπτης]]. 2) [[ἁπλῶς]] [[ὑποπτεύω]], [[εἰκάζω]], [[ὑποπτεύω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱκανῶς συννοῶ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 29, Πλάτ. Θεαίτ. 164Α. ΙΙ. μεταβ., [[ὑποπτεύω]] τινά, παρατηρῶ ὑπόπτως, οὐ γάρ σε μὴ γήρᾳ τε καὶ χρόνῳ μακρῷ γνῶσ’ οὐδ’ ὑποπτεύουσιν ὧδ’ ἠνθισμένον Σοφ. Ἠλ. 43, Θουκ. 8. 39· οἷα δὲ θὴρ [[ὑλαῖος]] ὑποπτεύῃσι κυναγὼς Θεόκρ. 23. 10· ὑπ. τινα ἔς τι Ἡρόδ. 3. 44, Θουκ. 6. 92, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 30. 9· - Παθ., [[οὔκουν]] ἀξιῶ οὔτ’ αὐτὸς ὑποπτεύεσθαι... [[οὔτε]] τιμωρὸς [[ἀδύνατος]] νομισθῆναι Θουκ. 4. 85. -Παθ. ἀπροσ., ὡς ὑπωπτεύετο, ὡς γενικῶς ὑπωπτεύετο, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 20. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[ὑποπτεύω]] ὅτι..., ὑπ. αὐτὸν δρησμὸν βουλεύεσθαι Ἡρόδ. 8. 100, πρβλ. 127., 3. 77, Θουκ. 4. 126, Πλάτ., κλπ.· - οὕτω καί, ὑπ. τινα ὡς..., ἔχω ὑποψίας [[περί]] τινος ὅτι..., Ἡρόδ. 3. 68· ὑπ. τινα μή..., ὁ αὐτ. 9. 90. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[βλέπω]] μεθ’ ὑποψίας τι, τὸ [[πρῆγμα]] ὁ αὐτ. 6. 129· τὸ μέλλον Εὐρ. Ρῆσ. 49· - ἀλλὰ και, ὑπ. τι, ἔχω ὑποψίαν τινά, ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1036, κλπ.· τι [[περί]] τινος Πλάτ. Κρατ. 409D· τι κατά τινος Πολύβ. 8. 22, 2· - πληροφοροῦμαι μυστικῶς καὶ ἀορίστως [[περί]] τινος, Πλάτ. Γοργ. 453Β· ὁ [[ἵππος]] ὑπ. τι (πρβλ. [[ὑπόπτης]]) Ξεν. Ἱππ. 6. 14. - Παθ., Πλάτ. Νόμ. 967Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19-22.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ὑπώπτευον, <i>f.</i> ὑποπτεύσω, <i>ao.</i> ὑπώπτευσα, <i>sel. d’autres</i> ὑπόπτευσα, <i>pf.</i> ὑπώπτευκα, <i>sel. d’autres</i> ὑπόπτευκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> être soupçonneux, défiant : ὑπ. ἔς τινα avec l'inf. avoir à l'égard de qqn le soupçon que;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> soupçonner, suspecter, se méfier : τινα de qqn ; τινα ἔς [[τι]] de qqn pour qch ; τινα [[ὡς]] avec un mode pers. : soupçonner qqn de ; [[τι]] suspecter <i>ou</i> redouter qch, soupçonner qch, se douter de qch ; τινα [[μή]] redouter que qqn… ; <i>Pass.</i> être l'objet de soupçons ; • <i>impers.</i> [[ὡς]] ὑπωπτεύετο XÉN comme on le soupçonnait;<br /><b>2</b> supposer, conjecturer.<br />'''Étymologie:''' [[ὕποπτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml