ῥιγέω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] perf. mit Präsensbdtg ἔῤῥιγα (3. pers. plur. ἐῤῥίγαντι Theocr. 16, 77), wozu Hes. Sc. 228 das unregelmäßge partic. ἐῤῥίγοντι gebildet hat, – bloß poet. Wort, [[schaudern]], eigtl. vor Frost, frieren, erstarren, übertr., vor Furcht, Schreck, Abscheu einen Schauder bekommen, sich entsetzen, erzittern, oft bei Hom., bes. oft ῥίγησεν, ἐῤῥίγησαν, [[ὅπως]] ἴδον αἰόλον ὄφιν, Il. 12, 208; c. accus., wovor, ῥίγησεν ἔργα θεῶν, Il. 16, 119; πόλεμον, 5, 351; μάχην, 17, 175; u. c. inf., Ἀχιλεὺς τούτῳ γε μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ ἔῤῥιγ' ἀντιβολῆσαι, 7, 114, vgl. 3, 353; auch wie fürchten, mit folgdm μή, ἀεὶ γάρ μοι θυμὸς ἐῤῥίγει, μή [[τίς]] με βροτῶν ἀπάφοιτ' ἐπέεσσιν, Od. 23, 216; [[μηκέτι]] ῥίγει, Pind. N. 5, 50, an Eifer erkalten, müssig sein; αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν ὡς ἤκουσαν, Soph. O. C. 1633. – Bei Theocr. a. a. O. (von Speeren) starren. – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Plut. Vgl. [[ῥιγόω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] perf. mit Präsensbdtg ἔῤῥιγα (3. pers. plur. ἐῤῥίγαντι Theocr. 16, 77), wozu Hes. Sc. 228 das unregelmäßge partic. ἐῤῥίγοντι gebildet hat, – bloß poet. Wort, [[schaudern]], eigtl. vor Frost, frieren, erstarren, übertr., vor Furcht, Schreck, Abscheu einen Schauder bekommen, sich entsetzen, erzittern, oft bei Hom., bes. oft ῥίγησεν, ἐῤῥίγησαν, [[ὅπως]] ἴδον αἰόλον ὄφιν, Il. 12, 208; c. accus., wovor, ῥίγησεν ἔργα θεῶν, Il. 16, 119; πόλεμον, 5, 351; μάχην, 17, 175; u. c. inf., Ἀχιλεὺς τούτῳ γε μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ ἔῤῥιγ' ἀντιβολῆσαι, 7, 114, vgl. 3, 353; auch wie fürchten, mit folgdm μή, ἀεὶ γάρ μοι θυμὸς ἐῤῥίγει, μή [[τίς]] με βροτῶν ἀπάφοιτ' ἐπέεσσιν, Od. 23, 216; [[μηκέτι]] ῥίγει, Pind. N. 5, 50, an Eifer erkalten, müssig sein; αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν ὡς ἤκουσαν, Soph. O. C. 1633. – Bei Theocr. a. a. O. (von Speeren) starren. – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Plut. Vgl. [[ῥιγόω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥιγήσω, <i>ao.</i> ἐρρίγησα, <i>pf.2 au sens d’un prés.</i> [[ἔρριγα]];<br />être saisi de froid ; frissonner de crainte [[τι]], frissonner à la vue <i>ou</i> à la pensée de qch ; avec l'inf. redouter de ; <i>avec</i> [[μή]], <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῑγέω''': Πινδ. Ν. 5. 91˙ μέλλ. -ήσω Ἰλ. Ε. 351˙ ἀόρ. ἐρρίγησα, Ἐπικ. ῥίγησα, Ὅμηρ.˙ - πρκμ. (μετὰ σημασίας ἐνεστ.) ἔρρῑγα, Δωρικ. γ΄ πληθ. ἐρρίγαντι Θεόκρ. 16. 77˙ Ἐπικ. ὑποτακτ. ἐρρίγῃσι Ἰλ. Γ. 353˙ Ἐπικ. δοτ. μετοχ. ἐρρίγοντι (ἀντὶ ἐρριγότι) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 228˙ ὑπερσ. ἐρρίγειν Ὀδ. Ψ. 216. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. ῥῖγος, ῥίγιον, ῥίγιστος, ῥιγόω, ῥιγηλός, ῥιγεδανός˙ αἱ δὲ Λατιν. λέξεις frīg-us, frīg-eo, frig-idus δεικνύουσιν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] πιθανῶς ἦτο FΡΙΓ, [[ὥστε]] [[ἴσως]] καὶ αἱ λέξ. [[φρίσσω]], [[φρίξ]], [[φρίκη]] συγγενεύουσιν˙ - ἡ πρὸς τὴν ῥίζαν ταύτην [[σχέσις]] τοῦ Ἀρχ. Γερμ. frius-au (Ἀγγλ. to freeze, «παγώνω») κτλ. ἀμφισβητεῖται, ἀποδοκιμάζεται δὲ καὶ ἡ πρὸς τὰς λέξεις rĭgeo, rĭgidus ὑπὸ τοῦ Κουρτίου). Κυρίως σημαίνει, [[αἰσθάνομαι]] [[ῥῖγος]], [[τρέμω]] ἐκ τοῦ ψύχους, κρυώνω (πρβλ. [[ῥιγόω]])˙ ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη μόνον μεθ’ Ὅμηρ.˙ [[διότι]] παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] κεῖται μόνον μεταφορ., φρίττω, ἀνατριχιάζω ἐκ φόβου ἢ φρίκης, ἰδὼν ῥίγησε Ἰλ. Ε. 596, κτλ.˙ ἐρρίγησαν [[ὅπως]] ἴδον Μ. 208˙ [[οὕτως]], κτύπησε μὲν [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[χθόνιος]], αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν (παραλειφθείσης τῆς αὐξήσεως ἐν ἰαμβικῷ στίχῳ) Σοφ. Ο. Κ. 1607˙ - μετ’ ἀπαρ., [[τρομάζω]] νὰ πράξω τι, [[ἀποφεύγω]] τὸ νὰ πράξω τι, [[ὄφρα]] τις ἐρρίγῃσι ... ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι Ἰλ. Γ. 353, πρβλ. Η. 114˙ πρβλ. [[ἀπορριγέω]]˙ - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, θυμὸς ἐρρίγει μὴ ... Ὀδ. Ψ. 216. 2) ὡς τὸ Λατ. frigere, ψυχραίνομαι, ὁ ζῆλός μου ἢ ἡ [[προθυμία]] μου καταπίπτει, Πινδ. Ν. 5. 91. 3) παρὰ Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φοίνικες ... ἐρρίγαντι φαίνεται ὅτι σημαίνει, [[εἶναι]] ἔντρομοι ἐκ φόβου. ΙΙ. μεταβ., φρίττω, ἀνατριχιάζω [[πρός]] τι, ῥιγήσειν πόλεμον Ἰλ. Ε. 351˙ [[ἔρριγα]] μάχην Ρ. 175˙ ἐν Π. 119, τὸ ῥίγησέν τε συνήθως λαμβάνεται παρενθετικῶς.
|lstext='''ῥῑγέω''': Πινδ. Ν. 5. 91˙ μέλλ. -ήσω Ἰλ. Ε. 351˙ ἀόρ. ἐρρίγησα, Ἐπικ. ῥίγησα, Ὅμηρ.˙ - πρκμ. (μετὰ σημασίας ἐνεστ.) ἔρρῑγα, Δωρικ. γ΄ πληθ. ἐρρίγαντι Θεόκρ. 16. 77˙ Ἐπικ. ὑποτακτ. ἐρρίγῃσι Ἰλ. Γ. 353˙ Ἐπικ. δοτ. μετοχ. ἐρρίγοντι (ἀντὶ ἐρριγότι) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 228˙ ὑπερσ. ἐρρίγειν Ὀδ. Ψ. 216. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. ῥῖγος, ῥίγιον, ῥίγιστος, ῥιγόω, ῥιγηλός, ῥιγεδανός˙ αἱ δὲ Λατιν. λέξεις frīg-us, frīg-eo, frig-idus δεικνύουσιν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] πιθανῶς ἦτο FΡΙΓ, [[ὥστε]] [[ἴσως]] καὶ αἱ λέξ. [[φρίσσω]], [[φρίξ]], [[φρίκη]] συγγενεύουσιν˙ - ἡ πρὸς τὴν ῥίζαν ταύτην [[σχέσις]] τοῦ Ἀρχ. Γερμ. frius-au (Ἀγγλ. to freeze, «παγώνω») κτλ. ἀμφισβητεῖται, ἀποδοκιμάζεται δὲ καὶ ἡ πρὸς τὰς λέξεις rĭgeo, rĭgidus ὑπὸ τοῦ Κουρτίου). Κυρίως σημαίνει, [[αἰσθάνομαι]] [[ῥῖγος]], [[τρέμω]] ἐκ τοῦ ψύχους, κρυώνω (πρβλ. [[ῥιγόω]])˙ ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη μόνον μεθ’ Ὅμηρ.˙ [[διότι]] παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] κεῖται μόνον μεταφορ., φρίττω, ἀνατριχιάζω ἐκ φόβου ἢ φρίκης, ἰδὼν ῥίγησε Ἰλ. Ε. 596, κτλ.˙ ἐρρίγησαν [[ὅπως]] ἴδον Μ. 208˙ [[οὕτως]], κτύπησε μὲν [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[χθόνιος]], αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν (παραλειφθείσης τῆς αὐξήσεως ἐν ἰαμβικῷ στίχῳ) Σοφ. Ο. Κ. 1607˙ - μετ’ ἀπαρ., [[τρομάζω]] νὰ πράξω τι, [[ἀποφεύγω]] τὸ νὰ πράξω τι, [[ὄφρα]] τις ἐρρίγῃσι ... ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι Ἰλ. Γ. 353, πρβλ. Η. 114˙ πρβλ. [[ἀπορριγέω]]˙ - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, θυμὸς ἐρρίγει μὴ ... Ὀδ. Ψ. 216. 2) ὡς τὸ Λατ. frigere, ψυχραίνομαι, ὁ ζῆλός μου ἢ ἡ [[προθυμία]] μου καταπίπτει, Πινδ. Ν. 5. 91. 3) παρὰ Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φοίνικες ... ἐρρίγαντι φαίνεται ὅτι σημαίνει, [[εἶναι]] ἔντρομοι ἐκ φόβου. ΙΙ. μεταβ., φρίττω, ἀνατριχιάζω [[πρός]] τι, ῥιγήσειν πόλεμον Ἰλ. Ε. 351˙ [[ἔρριγα]] μάχην Ρ. 175˙ ἐν Π. 119, τὸ ῥίγησέν τε συνήθως λαμβάνεται παρενθετικῶς.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥιγήσω, <i>ao.</i> ἐρρίγησα, <i>pf.2 au sens d’un prés.</i> [[ἔρριγα]];<br />être saisi de froid ; frissonner de crainte [[τι]], frissonner à la vue <i>ou</i> à la pensée de qch ; avec l'inf. redouter de ; <i>avec</i> [[μή]], <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater