βδέλυγμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ατος (τό) :<br />NT objet d'horreur, cause d'abomination ; <i>partic.</i> culte des idoles, idolatrie.<br />'''Étymologie:''' [[βδελύσσομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />NT objet d'horreur, cause d'abomination ; <i>partic.</i> culte des idoles, idolatrie.<br />'''Étymologie:''' [[βδελύσσομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βδέλυγμα''': τό, [[πρᾶγμα]] βδελυκτόν, δηλ. [[εἴδωλον]] ἢ [[πρᾶγμα]] προσφερόμενον εἰς εἴδωλα, Ἑβδ. (Δαν. θʹ, 27., 1 Μακκ. αʹ, 54), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδʹ, 15· ‒ βδελυγμός, ὁ, παρ’ Ἡσυχ.
|elnltext=[[βδέλυγμα]] -ατος, τό [βδελύττω] gruwel, het weerzinwekkende:. τὸ [[βδέλυγμα]] τῆς ἐρημώσεως de gruwel der verwoesting NT Mt. 24.15.
}}
{{elru
|elrutext='''βδέλυγμα:''' ατος τό гнусность, мерзость (τὸ β. τῆς ἐρημώσεως NT).
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''βδέλυγμα:''' τό ([[βδελύσσομαι]]), [[πράγμα]] ή [[είδωλο]] που προκαλεί [[αποστροφή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''βδέλυγμα:''' τό ([[βδελύσσομαι]]), [[πράγμα]] ή [[είδωλο]] που προκαλεί [[αποστροφή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βδέλυγμα:''' ατος τό гнусность, мерзость (τὸ β. τῆς ἐρημώσεως NT).
|lstext='''βδέλυγμα''': τό, [[πρᾶγμα]] βδελυκτόν, δηλ. [[εἴδωλον]] [[πρᾶγμα]] προσφερόμενον εἰς εἴδωλα, Ἑβδ. (Δαν. θʹ, 27., 1 Μακκ. αʹ, 54), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδʹ, 15· ‒ βδελυγμός, ὁ, παρ’ Ἡσυχ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βδέλυγμα]] -ατος, τό [βδελύττω] gruwel, het weerzinwekkende:. τὸ [[βδέλυγμα]] τῆς ἐρημώσεως de gruwel der verwoesting NT Mt. 24.15.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj