δανός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ή, όν :<br />bon à brûler ; sec (bois).<br />'''Étymologie:''' p. *δαϜνός, cf. [[δαίω]].
|btext=ή, όν :<br />bon à brûler ; sec (bois).<br />'''Étymologie:''' p. *δαϜνός, cf. [[δαίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δᾱνός''': -ή, -όν, ([[δαίω]]) = κεκαυμένος, [[ξηρός]], ἀπεξηραμμένος, «τσουρουφλισμένος», ξύλα δανὰ Ὀδ. Ο. 322· ὑπερθ. ξύλα δανότατα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1134. Πρβλ. [[Δανάη]].
|elnltext=δανός -ή -όν [~ δαίω] brandbaar, dor.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾱνός:''' [[δαίω]] II] горючий, т. е. хорошо высушенный, сухой (ξύλα Hom., Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δᾱνός:''' -ή, -όν ([[δαίω]] Α), καμμένος, [[ξηρός]], αποξηραμένος, [[ξερός]], [[καύσιμος]], σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ., <i>δανότατος</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δᾱνός:''' -ή, -όν ([[δαίω]] Α), καμμένος, [[ξηρός]], αποξηραμένος, [[ξερός]], [[καύσιμος]], σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ., <i>δανότατος</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δᾱνός:''' [[δαίω]] II] горючий, т. е. хорошо высушенный, сухой (ξύλα Hom., Arph.).
|lstext='''δᾱνός''': -ή, -όν, ([[δαίω]]) = κεκαυμένος, [[ξηρός]], ἀπεξηραμμένος, «τσουρουφλισμένος», ξύλα δανὰ Ὀδ. Ο. 322· ὑπερθ. ξύλα δανότατα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1134. Πρβλ. [[Δανάη]].
}}
{{elnl
|elnltext=δανός -ή -όν [~ δαίω] brandbaar, dor.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[δαίω1]<br />[[burnt]], dry, [[parched]], Od.;Sup., δανότατος, Ar.
|mdlsjtxt=[δαίω1]<br />[[burnt]], dry, [[parched]], Od.;Sup., δανότατος, Ar.
}}
}}