δημοῦχος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> protecteur du pays <i>ou</i> du peuple;<br /><b>2</b> qui gouverne le pays <i>ou</i> le peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[ἔχω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> protecteur du pays <i>ou</i> du peuple;<br /><b>2</b> qui gouverne le pays <i>ou</i> le peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[ἔχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δημοῦχος''': -ον, ([[ἔχω]]) ὁ προστατεύων τὸν λαόν· ὡς ἐπίθ. τῶν προστατευουσῶν θεοτήτων, Σοφ. Ο. Κ. 458· δημοῦχοι γᾶς, χθονός, οἱ κυβερνῶντες τὸν λαὸν τῆς χώρας, [[αὐτόθι]] 1086, 1348. Ἐν Θεσπιαῖς οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως ἐλέγοντο δημοῦχοι, Διόδ. Σ. 4. 29.
|elnltext=δημοῦχος -ον [δῆμος, ἔχω] beschermer van een land.
}}
{{elru
|elrutext='''δημοῦχος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[оберегающий страну]] (θεαί Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[управляющий страной]] ([[ἄνδρες]] τῆσδε δημοῦχοι χθονός Soph.).<br /><b class="num">II</b> [[правитель]], [[владетель]] (γᾶς τᾶσδε Soph.; ἑπτὰ ἐν Θεσπιαῖς δημοῦχοι Diod.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''δημοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που προστατεύει το λαό, λέγεται για τις θεότητες που φρουρούν την πόλη, σε Σοφ.· <i>δημοῦχοι γῆς</i>, αυτοί που κυβερνούν το λαό της χώρας, άρχοντες, στον ίδ.
|lsmtext='''δημοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που προστατεύει το λαό, λέγεται για τις θεότητες που φρουρούν την πόλη, σε Σοφ.· <i>δημοῦχοι γῆς</i>, αυτοί που κυβερνούν το λαό της χώρας, άρχοντες, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δημοῦχος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[оберегающий страну]] (θεαί Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[управляющий страной]] ([[ἄνδρες]] τῆσδε δημοῦχοι χθονός Soph.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[правитель]], [[владетель]] (γᾶς τᾶσδε Soph.; ἑπτὰ ἐν Θεσπιαῖς δημοῦχοι Diod.).
|lstext='''δημοῦχος''': -ον, ([[ἔχω]]) ὁ προστατεύων τὸν λαόν· ὡς ἐπίθ. τῶν προστατευουσῶν θεοτήτων, Σοφ. Ο. Κ. 458· δημοῦχοι γᾶς, χθονός, οἱ κυβερνῶντες τὸν λαὸν τῆς χώρας, [[αὐτόθι]] 1086, 1348. Ἐν Θεσπιαῖς οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως ἐλέγοντο δημοῦχοι, Διόδ. Σ. 4. 29.
}}
{{elnl
|elnltext=δημοῦχος -ον [δῆμος, ἔχω] beschermer van een land.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj