διάδοχος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> qui recueille la succession de, qui succède à : τινι [[διάδοχος]] δόμων EUR, κληρονομίας ISOCR qui recueille la maison, l'héritage de qqn ; [[διάδοχος]] τινι τῆς στρατηγίης HDT qui succède à qqn dans le commandement d'une armée ; [[διάδοχος]] τῆς τινος ναυαρχίας THC qui succède à qqn dans le commandement d'un navire <i>ou</i> d'une flotte ; ὦ [[φέγγος]] ὕπνου διάδοχον SOPH ô lumière qui succède au sommeil ! [[διάδοχος]] Κλεάνδρῳ XÉN successeur de Cléandre ; κακὸν κακῷ διάδοχον EUR mal qui succède à un mal ; <i>abs.</i> [[διάδοχος]] qui succède à qqn pour faire qch;<br /><b>2</b> qui répond à, qui se fait en retour de : ἔργοισι ἔργα διάδοχα ἀντιλήψεται EUR il recevra un traitement répondant à celui que je recevrai de lui, <i>càd</i> il sera traité comme il me traitera, je lui rendrai la pareille ; <i>abs.</i> διάδοχα en retour, en réponse;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> qui fait se succéder : λύπῃ δ. κακῶν κακοῖς EUR peine qui remplace les maux par des maux, qui fait succéder des malheurs aux malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[διαδέχομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> qui recueille la succession de, qui succède à : τινι [[διάδοχος]] δόμων EUR, κληρονομίας ISOCR qui recueille la maison, l'héritage de qqn ; [[διάδοχος]] τινι τῆς στρατηγίης HDT qui succède à qqn dans le commandement d'une armée ; [[διάδοχος]] τῆς τινος ναυαρχίας THC qui succède à qqn dans le commandement d'un navire <i>ou</i> d'une flotte ; ὦ [[φέγγος]] ὕπνου διάδοχον SOPH ô lumière qui succède au sommeil ! [[διάδοχος]] Κλεάνδρῳ XÉN successeur de Cléandre ; κακὸν κακῷ διάδοχον EUR mal qui succède à un mal ; <i>abs.</i> [[διάδοχος]] qui succède à qqn pour faire qch;<br /><b>2</b> qui répond à, qui se fait en retour de : ἔργοισι ἔργα διάδοχα ἀντιλήψεται EUR il recevra un traitement répondant à celui que je recevrai de lui, <i>càd</i> il sera traité comme il me traitera, je lui rendrai la pareille ; <i>abs.</i> διάδοχα en retour, en réponse;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> qui fait se succéder : λύπῃ δ. κακῶν κακοῖς EUR peine qui remplace les maux par des maux, qui fait succéder des malheurs aux malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[διαδέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διάδοχος''': ὁ, ἡ, ([[διαδέχομαι]]) ὁ διαδεχόμενός τινα ἔν τινι πράγματι. 1) μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγματος, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, ὁ [[διάδοχος]] [[αὐτοῦ]] ἐν τῇ στρατηγίᾳ, Ἡρόδ. 5. 26, πρβλ. 1. 162, κτλ.· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., θνητοῖς… διάδοχοι μοχθημάτων, διαδεχόμενοι αὐτοὺς ἐν…, δηλ. ἀνακουφίζοντες ἢ ἀντικαθιστῶντες αὐτοὺς ἐν τοῖς κόποις, Αἰσχύλ. Πρ. 164, πρβλ. 1027· σοι τῶνδε [[διάδοχος]] δόμων Εὐρ. Ἀλκ. 655, πρβλ. Ἰσοκρ. 393Α. 2) μετὰ γεν. πράγμ. μόνον, δ. τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας, διαδεξάμενος αὐτὸν ἐν τῇ ναυαρχίᾳ, Θουκ. 8. 85. 3) μετὰ γεν. προσ. ἢ πράγμ. μόνον, [[φέγγος]] ὕπνου δ., τὸ φῶς τὸ διαδεχόμενον τὸν [[ὕπνον]], Σοφ. Φ. 867. 4) μετὰ δοτ. προσώπου μόνον, δ. Κλεάνδρῳ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 5· - καὶ ἐπὶ παρομοίας σημασίας, ἔργοισι δ’ ἔργα διάδοχα Εὐρ. Ἀνδρ. 743· κακὸν κακῷ δ. [[αὐτόθι]] 804· ἀλλ’ Εὐρ. [[ἐνίοτε]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐν μεταβατ. σημασίᾳ, [[λύπη]]… [[διάδοχος]] κακῶν κακοῖς, ἐπιφέρουσα διαδοχὴν κακῶν μετὰ κακά, Ἡσ. 588· ἀγὼν… γόων γόοις [[διάδοχος]] Ἱκέτ. 71. 5) ἀπολ., διάδοχοι ἐφοίτων, ἐπορεύοντο εἰς τὸ [[ἔργον]] διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. Θουκ. 1. 110· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διαδοχικῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 1201.
|elnltext=διάδοχος -ον [διαδέχομαι] de plaats overnemend, opvolgend; met gen. van zaak:; εἰ μή τινας ἄλλους πέμψετε διαδόχους τῆς τάξιος als jullie niet een stel anderen willen sturen om ons af te lossen Hdt. 9.21.2; met dat. van pers..; Ἀρίσταρχος... διάδοχος Κλεάνδρῳ Aristarchus de opvolger van Cleandros Xen. An. 7.2.5; met dat. en gen.:; θνητοῖς μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων (de dieren) die de plaats van de stervelingen om de zwaarste lasten te dragen overnemen Aeschl. PV 464; διάδοχος γενόμενος Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης de opvolger van Megabazus geworden als aanvoerder Hdt. 5.26; abs..; πεντήκοντα τριήρεις διαδοχοι vijftig triëren als aflossing Thuc. 1.110.4; n. plur. adv.. διάδοχα... δακρύω op mijn beurt ween ik Eur. Andr. 1200.
}}
{{elru
|elrutext='''διάδοχος:''' <b class="num">II</b> и ἡ преемник, наследник (τινί τινος Aesch., Eur., Her. и τινός τινος Thuc., Xen.): διάδοχοι [[ἐφοίτεον]] Her. (другие) пришли на смену; οἱ διάδοχοι Diod. диадохи, т. е. наследники империи Александра Македонского.<br />приходящий на смену, сменяющий (τινος Soph. и τινι Eur.): ἔργοισι ἔργα [[διάδοχα]] Eur. действия против действий, т. е. возмездие; τριήρεις διάδοχοι Thuc. идущие на смену триеры.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διάδοχος:''' ὁ, ἡ ([[διαδέχομαι]]), αυτός που διαδέχεται κάποιον σε [[κάτι]]·<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., <i>δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης</i>, ο διάδοχός του στην [[στρατηγία]], σε Ηρόδ.· <i>θνητοῖς διάδοχοι μοχθημάτων</i>, διαδεχόμενοι αυτούς στους μόχθους, δηλ. ανακουφίζοντάς τους από τα βάσανα, τους μόχθους, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ. μόνο, <i>δ. τῆς ναυαρχίας</i>, αυτός που διαδέχθηκε κάποιον στη [[ναυαρχία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. προσ. μόνο, [[φέγγος]] ὕπνου δ., αυτό που διαδέχεται τον ύπνο, το φως, σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> με δοτ. προσ. μόνο, <i>δ. Κλεάνδρῳ</i>, σε Ξεν.· ομοίως, <i>κακὸν κακῷ δ</i>., σε Ευρ.· [[διάδοχος]] κακῶν κακοῖς, αυτή που επιφέρει [[διαδοχή]] κακών, [[κακό]] [[μετά]] από [[άλλο]] [[κακό]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> απόλ., <i>διάδοχοι ἐφοίτων</i>, πήγαιναν στην [[εργασία]] διαδοχικά ή σε ομάδες εργασίας, σε Ηρόδ., Θουκ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., διαδοχικά, σε Ευρ.
|lsmtext='''διάδοχος:''' ὁ, ἡ ([[διαδέχομαι]]), αυτός που διαδέχεται κάποιον σε [[κάτι]]·<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., <i>δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης</i>, ο διάδοχός του στην [[στρατηγία]], σε Ηρόδ.· <i>θνητοῖς διάδοχοι μοχθημάτων</i>, διαδεχόμενοι αυτούς στους μόχθους, δηλ. ανακουφίζοντάς τους από τα βάσανα, τους μόχθους, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ. μόνο, <i>δ. τῆς ναυαρχίας</i>, αυτός που διαδέχθηκε κάποιον στη [[ναυαρχία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. προσ. μόνο, [[φέγγος]] ὕπνου δ., αυτό που διαδέχεται τον ύπνο, το φως, σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> με δοτ. προσ. μόνο, <i>δ. Κλεάνδρῳ</i>, σε Ξεν.· ομοίως, <i>κακὸν κακῷ δ</i>., σε Ευρ.· [[διάδοχος]] κακῶν κακοῖς, αυτή που επιφέρει [[διαδοχή]] κακών, [[κακό]] [[μετά]] από [[άλλο]] [[κακό]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> απόλ., <i>διάδοχοι ἐφοίτων</i>, πήγαιναν στην [[εργασία]] διαδοχικά ή σε ομάδες εργασίας, σε Ηρόδ., Θουκ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., διαδοχικά, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διάδοχος:''' <b class="num">II</b> и преемник, наследник (τινί τινος Aesch., Eur., Her. и τινός τινος Thuc., Xen.): διάδοχοι [[ἐφοίτεον]] Her. (другие) пришли на смену; οἱ διάδοχοι Diod. диадохи, т. е. наследники империи Александра Македонского.<br />приходящий на смену, сменяющий (τινος Soph. и τινι Eur.): ἔργοισι ἔργα [[διάδοχα]] Eur. действия против действий, т. е. возмездие; τριήρεις διάδοχοι Thuc. идущие на смену триеры.
|lstext='''διάδοχος''': , ἡ, ([[διαδέχομαι]]) ὁ διαδεχόμενός τινα ἔν τινι πράγματι. 1) μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγματος, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, ὁ [[διάδοχος]] [[αὐτοῦ]] ἐν τῇ στρατηγίᾳ, Ἡρόδ. 5. 26, πρβλ. 1. 162, κτλ.· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., θνητοῖς… διάδοχοι μοχθημάτων, διαδεχόμενοι αὐτοὺς ἐν…, δηλ. ἀνακουφίζοντες ἢ ἀντικαθιστῶντες αὐτοὺς ἐν τοῖς κόποις, Αἰσχύλ. Πρ. 164, πρβλ. 1027· σοι τῶνδε [[διάδοχος]] δόμων Εὐρ. Ἀλκ. 655, πρβλ. Ἰσοκρ. 393Α. 2) μετὰ γεν. πράγμ. μόνον, δ. τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας, διαδεξάμενος αὐτὸν ἐν τῇ ναυαρχίᾳ, Θουκ. 8. 85. 3) μετὰ γεν. προσ. ἢ πράγμ. μόνον, [[φέγγος]] ὕπνου δ., τὸ φῶς τὸ διαδεχόμενον τὸν [[ὕπνον]], Σοφ. Φ. 867. 4) μετὰ δοτ. προσώπου μόνον, δ. Κλεάνδρῳ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 5· - καὶ ἐπὶ παρομοίας σημασίας, ἔργοισι δ’ ἔργα διάδοχα Εὐρ. Ἀνδρ. 743· κακὸν κακῷ δ. [[αὐτόθι]] 804· ἀλλ’ ὁ Εὐρ. [[ἐνίοτε]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐν μεταβατ. σημασίᾳ, [[λύπη]]… [[διάδοχος]] κακῶν κακοῖς, ἐπιφέρουσα διαδοχὴν κακῶν μετὰ κακά, Ἡσ. 588· ἀγὼν… γόων γόοις [[διάδοχος]] Ἱκέτ. 71. 5) ἀπολ., διάδοχοι ἐφοίτων, ἐπορεύοντο εἰς τὸ [[ἔργον]] διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. Θουκ. 1. 110· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διαδοχικῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 1201.
}}
{{elnl
|elnltext=διάδοχος -ον [διαδέχομαι] de plaats overnemend, opvolgend; met gen. van zaak:; εἰ μή τινας ἄλλους πέμψετε διαδόχους τῆς τάξιος als jullie niet een stel anderen willen sturen om ons af te lossen Hdt. 9.21.2; met dat. van pers..; Ἀρίσταρχος... διάδοχος Κλεάνδρῳ Aristarchus de opvolger van Cleandros Xen. An. 7.2.5; met dat. en gen.:; θνητοῖς μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων (de dieren) die de plaats van de stervelingen om de zwaarste lasten te dragen overnemen Aeschl. PV 464; διάδοχος γενόμενος Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης de opvolger van Megabazus geworden als aanvoerder Hdt. 5.26; abs..; πεντήκοντα τριήρεις διαδοχοι vijftig triëren als aflossing Thuc. 1.110.4; n. plur. adv.. διάδοχα... δακρύω op mijn beurt ween ik Eur. Andr. 1200.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj