κέρδος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εος ους (τό) :<br /><b>1</b> gain, profit, avantage ; τὰ κέρδη gains, profits;<br /><b>2</b> amour du gain : ἄνδρας τὸ [[κέρδος]] [[πολλάκις]] διώλεσεν SOPH l'amour du gain a souvent perdu les hommes;<br /><b>3</b> τὰ κέρδη desseins profitables, sages desseins ; <i>en mauv. part</i> ruse, finesse, dessein artificieux : κέρδεα [[εἰδέναι]] IL être fertile en ruses, κέρδεα βουλεύειν OD méditer des projets artificieux, avoir de mauvais desseins.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert. ; pê <i>v.irl.</i> cerd « art, travail ».
|btext=εος ους (τό) :<br /><b>1</b> gain, profit, avantage ; τὰ κέρδη gains, profits;<br /><b>2</b> amour du gain : ἄνδρας τὸ [[κέρδος]] [[πολλάκις]] διώλεσεν SOPH l'amour du gain a souvent perdu les hommes;<br /><b>3</b> τὰ κέρδη desseins profitables, sages desseins ; <i>en mauv. part</i> ruse, finesse, dessein artificieux : κέρδεα [[εἰδέναι]] IL être fertile en ruses, κέρδεα βουλεύειν OD méditer des projets artificieux, avoir de mauvais desseins.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert. ; pê <i>v.irl.</i> cerd « art, travail ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κέρδος''': -εος, τό, ὡς καὶ νῦν, [[κέρδος]], [[ὠφέλεια]], Λατ. lucrum, Ὀδ. Ψ. 140, καὶ Ἀττ.· [[συχνάκις]] σχεδὸν ὡς ἐπίθετ., ἐνόησεν [[ὅππως]] [[κέρδος]] ἔῃ, πῶς θὰ προήρχετο ὠφέλειά τις, τί θὰ ἦτο τὸ καλλίτερον νὰ γείνῃ, Ἰλ. Κ. 225· οὔ τοι [[τότε]] κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Ὀδ. Π. 311, κτλ.· ποιεῖσθαί τι ἐν κέρδει, τὸ τοῦ Ὁρατίου lucro apponere, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 2. 121, 4., 6. 13· οὕτω, [[κέρδος]] νομίζειν τι Θουκ. 3. 33., 7. 68· κ. ἡγεῖσθαι, ἤν τι... δάσωνται Ξεν. Κύρ. 4. 2, 43· κ. λαβεῖν ἔκ τινος Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 148· μέγ’ ἐστὶ κ., ἤν... ὁ αὐτ. ἐν Μονοστίχ. 359· πρὸς τὸ κ. βλέπειν [[αὐτόθι]] 364· ― μετὰ μετοχ., πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ Εὐρ. Μήδ. 454· κ. ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., τί δῆτ’ ἐμοὶ ζῆν κ. Αἰσχύλ. Πρ. 747, πρβλ. Λυσ. 113. 26, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 607, 610· πληθ., κέρδη, ὠφέλειαι, περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Ἡρόδ. 3. 71· τὰ δειλὰ κ. Σοφ. Ἀντ. 326· τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Θουκ. 4. 59· τὰ πονηρὰ κ. Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἀντίθετον τῷ [[ζημία]], ἐν πάσῃ σημασίᾳ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 5. 2) ἐπιθυμία, [[ἀγάπη]] τοῦ κέρδους, Πινδ. Π. 3. 95· ἄνδρας τὸ κ. [[πολλάκις]] διώλεσεν Σοφ. Ἀντ. 222· εἰς τὸ κέρδ. λῇμ’ ἔχων ἀνειμένον Εὐρ. Ἡρακλ. 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., κερδῶν [[ἄθικτος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 683· ἐν τοῖς κέρδεσιν μόνον δέδορκεν Σοφ. Ο. Τ. 388· μὴ’πὶ κέρδεσιν λέγων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1061, πρβλ. 326, Εὐρ. Ἑκ. 1207· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν (= ἡμῶν τῶν σ.), ὑμεῖς, παρ’ ὧν [[ἡμεῖς]] οἱ σοφοὶ κερδαίνομεν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1202. 3) ἐπὶ εἰρωνικῆς σημασίας (πρβλ. [[κερδαίνω]] ΙΙ), ἀστεῖόν γε κ. ἔλαβεν ὁ [[κακοδαίμων]] Ἀριστοφ. Νεφ. 1064. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πανοῦργα, δόλια τεχνάσματα, δόλοι, ἀπάται, πανουργίαι, ὃς δέ κε κέρδεα εἰδῇ Ἰλ. Ψ. 322· κέρδεα εἰδὼς [[αὐτόθι]] 709, κτλ.· κέρδεσι, [[οὔτε]] τάχει γε Ψ. 515· ἔργα τ’ ἐπίστασθαι κέρδεά θ’ Ὀδ. Β. 118, πρβλ. 85· ἐγὼ δ’ ἐν πᾶσι θεοῖσι [[μήτι]] τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Ν. 298· ἐνὶ φρεσὶ κέρδε’ ἐνώμας Σ. 216· κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν, σκέπτονται βλάβην, ζημίαν, Ψ. 217· πρβλ. [[εὐτράπελος]] 3.
|elnltext=κέρδος -εος, contr -ους, τό voordeel, winst, buitenkans:; μείζων μὲν φόρτος, μεῖζον δ’ ἐπὶ κέρδεϊ κέρδος ἔσσεται hoe groter de lading, hoe groter de winst op winst zal zijn Hes. Op. 644; ἐν κέρδεϊ ποιεῖσθαι ergens voordeel in zien Hdt. 6.13.2; κέρδος νομίζειν als voordeel beschouwen Thuc. 7.68.3; κέρδος εἶναί τινι van voordeel zijn voor iem. Lys. 8.13; iron.:; ἀστεῖον τὸ κέρδος ἔλαβεν ὁ κακοδαίμων de stakker heeft een leuke slag geslagen Aristoph. Nub. 1064; plur. winst:. κέρδεα ἄκαιρα onbehoorlijke winst Xen. Cyr. 4.2.45. winstbejag, vaak plur.:; εὖτ’ ἄν δὴ κέρδος νόον ἐξαπατήσῃ ἀνθρώπων wanneer winstbejag het verstand van de mens misleidt Hes. Op. 323; ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν winstbejag heeft de mens vaak geruïneerd Soph. Ant. 222; sluwheid, slimheid, meestal plur.: ὅς δέ κε κέρδεα εἰδῇ ἐλαύνων ἥσσονας ἵππους maar wie slimheid betracht, wanneer hij minder goede paarden ment Il. 23.322.
}}
{{elru
|elrutext='''κέρδος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[выгода]], [[польза]] Hom. etc.: ἐν κέρδεϊ ποιέεσθαι Her. считать важным (что-л.); διὰ τὰ κέρδη Xen. из-за выгоды, ввиду полезности;<br /><b class="num">2)</b> [[прибыль]] ([[οἴκαδε]] κ. [[ἀρέσθαι]] Hes.): [[ἐπίσκοπος]] ὁδαίων κερδέων τε Hom. (купец), думающий о товарах и прибылях;<br /><b class="num">3)</b> [[корыстолюбие]], [[страсть к наживе]] (ἄνδρας τὸ κ. [[πολλάκις]] διώλεσεν Soph.; αἰσχροῦ κέρδους [[χάριν]] NT);<br /><b class="num">4)</b> pl. [[полезные советы]], [[разумные мысли]]: ὃς δέ κε κέρδεα εἰδῇ Hom. (возница), который знает, что полезно; κέρδη παραινεῖς Soph. ты даешь благие советы;<br /><b class="num">5)</b> pl. [[хитрые замыслы]], [[коварные планы]]: κέρδεα [[εἰδώς]] Hom. (Одиссей), мастер на (всякие) хитрости; κακὰ κέρδεα βουλεύειν Hom. лелеять коварные замыслы.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''κέρδος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κέρδος]], [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], Λατ. [[lucrum]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ποιεῖσθαί τι ἐν κέρδει</i>, το [[lucro]] apponere του Οράτιου, σε Ηρόδ.· ομοίως, [[κέρδος]] ἡγεῖσθαί τι ή <i>νομίζειν τι</i>, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιθυμία]] κέρδους, [[αγάπη]] για [[ωφέλεια]], σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., πανούργα, δόλια τεχνάσματα, απάτες, σε Όμηρ.
|lsmtext='''κέρδος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κέρδος]], [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], Λατ. [[lucrum]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ποιεῖσθαί τι ἐν κέρδει</i>, το [[lucro]] apponere του Οράτιου, σε Ηρόδ.· ομοίως, [[κέρδος]] ἡγεῖσθαί τι ή <i>νομίζειν τι</i>, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιθυμία]] κέρδους, [[αγάπη]] για [[ωφέλεια]], σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., πανούργα, δόλια τεχνάσματα, απάτες, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κέρδος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[выгода]], [[польза]] Hom. etc.: ἐν κέρδεϊ ποιέεσθαι Her. считать важным (что-л.); διὰ τὰ κέρδη Xen. из-за выгоды, ввиду полезности;<br /><b class="num">2)</b> [[прибыль]] ([[οἴκαδε]] κ. [[ἀρέσθαι]] Hes.): [[ἐπίσκοπος]] ὁδαίων κερδέων τε Hom. (купец), думающий о товарах и прибылях;<br /><b class="num">3)</b> [[корыстолюбие]], [[страсть к наживе]] (ἄνδρας τὸ κ. [[πολλάκις]] διώλεσεν Soph.; αἰσχροῦ κέρδους [[χάριν]] NT);<br /><b class="num">4)</b> pl. [[полезные советы]], [[разумные мысли]]: ὃς δέ κε κέρδεα εἰδῇ Hom. (возница), который знает, что полезно; κέρδη παραινεῖς Soph. ты даешь благие советы;<br /><b class="num">5)</b> pl. [[хитрые замыслы]], [[коварные планы]]: κέρδεα [[εἰδώς]] Hom. (Одиссей), мастер на (всякие) хитрости; κακὰ κέρδεα βουλεύειν Hom. лелеять коварные замыслы.
|lstext='''κέρδος''': -εος, τό, ὡς καὶ νῦν, [[κέρδος]], [[ὠφέλεια]], Λατ. lucrum, Ὀδ. Ψ. 140, καὶ Ἀττ.· [[συχνάκις]] σχεδὸν ὡς ἐπίθετ., ἐνόησεν [[ὅππως]] [[κέρδος]] ἔῃ, πῶς θὰ προήρχετο ὠφέλειά τις, τί θὰ ἦτο τὸ καλλίτερον νὰ γείνῃ, Ἰλ. Κ. 225· οὔ τοι [[τότε]] κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Ὀδ. Π. 311, κτλ.· ποιεῖσθαί τι ἐν κέρδει, τὸ τοῦ Ὁρατίου lucro apponere, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 2. 121, 4., 6. 13· οὕτω, [[κέρδος]] νομίζειν τι Θουκ. 3. 33., 7. 68· κ. ἡγεῖσθαι, ἤν τι... δάσωνται Ξεν. Κύρ. 4. 2, 43· κ. λαβεῖν ἔκ τινος Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 148· μέγ’ ἐστὶ κ., ἤν... ὁ αὐτ. ἐν Μονοστίχ. 359· πρὸς τὸ κ. βλέπειν [[αὐτόθι]] 364· ― μετὰ μετοχ., πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ Εὐρ. Μήδ. 454· κ. ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., τί δῆτ’ ἐμοὶ ζῆν κ. Αἰσχύλ. Πρ. 747, πρβλ. Λυσ. 113. 26, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 607, 610· πληθ., κέρδη, ὠφέλειαι, περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Ἡρόδ. 3. 71· τὰ δειλὰ κ. Σοφ. Ἀντ. 326· τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Θουκ. 4. 59· τὰ πονηρὰ κ. Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἀντίθετον τῷ [[ζημία]], ἐν πάσῃ σημασίᾳ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 5. 2) ἐπιθυμία, [[ἀγάπη]] τοῦ κέρδους, Πινδ. Π. 3. 95· ἄνδρας τὸ κ. [[πολλάκις]] διώλεσεν Σοφ. Ἀντ. 222· εἰς τὸ κέρδ. λῇμ’ ἔχων ἀνειμένον Εὐρ. Ἡρακλ. 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., κερδῶν [[ἄθικτος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 683· ἐν τοῖς κέρδεσιν μόνον δέδορκεν Σοφ. Ο. Τ. 388· μὴ’πὶ κέρδεσιν λέγων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1061, πρβλ. 326, Εὐρ. Ἑκ. 1207· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν (= ἡμῶν τῶν σ.), ὑμεῖς, παρ’ ὧν [[ἡμεῖς]] οἱ σοφοὶ κερδαίνομεν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1202. 3) ἐπὶ εἰρωνικῆς σημασίας (πρβλ. [[κερδαίνω]] ΙΙ), ἀστεῖόν γε κ. ἔλαβεν ὁ [[κακοδαίμων]] Ἀριστοφ. Νεφ. 1064. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πανοῦργα, δόλια τεχνάσματα, δόλοι, ἀπάται, πανουργίαι, ὃς δέ κε κέρδεα εἰδῇ Ἰλ. Ψ. 322· κέρδεα εἰδὼς [[αὐτόθι]] 709, κτλ.· κέρδεσι, [[οὔτε]] τάχει γε Ψ. 515· ἔργα τ’ ἐπίστασθαι κέρδεά θ’ Ὀδ. Β. 118, πρβλ. 85· ἐγὼ δ’ ἐν πᾶσι θεοῖσι [[μήτι]] τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Ν. 298· ἐνὶ φρεσὶ κέρδε’ ἐνώμας Σ. 216· κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν, σκέπτονται βλάβην, ζημίαν, Ψ. 217· πρβλ. [[εὐτράπελος]] 3.
}}
{{elnl
|elnltext=κέρδος -εος, contr -ους, τό voordeel, winst, buitenkans:; μείζων μὲν φόρτος, μεῖζον δ’ ἐπὶ κέρδεϊ κέρδος ἔσσεται hoe groter de lading, hoe groter de winst op winst zal zijn Hes. Op. 644; ἐν κέρδεϊ ποιεῖσθαι ergens voordeel in zien Hdt. 6.13.2; κέρδος νομίζειν als voordeel beschouwen Thuc. 7.68.3; κέρδος εἶναί τινι van voordeel zijn voor iem. Lys. 8.13; iron.:; ἀστεῖον τὸ κέρδος ἔλαβεν ὁ κακοδαίμων de stakker heeft een leuke slag geslagen Aristoph. Nub. 1064; plur. winst:. κέρδεα ἄκαιρα onbehoorlijke winst Xen. Cyr. 4.2.45. winstbejag, vaak plur.:; εὖτ’ ἄν δὴ κέρδος νόον ἐξαπατήσῃ ἀνθρώπων wanneer winstbejag het verstand van de mens misleidt Hes. Op. 323; ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν winstbejag heeft de mens vaak geruïneerd Soph. Ant. 222; sluwheid, slimheid, meestal plur.: ὅς δέ κε κέρδεα εἰδῇ ἐλαύνων ἥσσονας ἵππους maar wie slimheid betracht, wanneer hij minder goede paarden ment Il. 23.322.
}}
}}
{{etym
{{etym