Anonymous

κέδρος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> cèdre, <i>arbre</i>;<br /><b>II.</b> objets préparés avec le bois <i>ou</i> le fruit du cèdre :<br /><b>1</b> cercueil en bois de cèdre;<br /><b>2</b> huile de cèdre.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> cèdre, <i>arbre</i>;<br /><b>II.</b> objets préparés avec le bois <i>ou</i> le fruit du cèdre :<br /><b>1</b> cercueil en bois de cèdre;<br /><b>2</b> huile de cèdre.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κέδρος''': , τὸ γνωστὸν καὶ ὁμοίως [[μέχρι]] τοῦδε λεγόμενον [[δένδρον]], τοῦ ὁποίου τὸ [[ξύλον]] ἐκαίετο πρὸς εὐωδίαν, Ὀδ. Ε. 60 (πρβλ. [[θύον]])· τὸ ἀπὸ κέδρου [[ἄλειφαρ]], [[ὅπερ]] καὶ [[κεδρία]] λέγεται ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 2. 87· ἐν 4. 75 διὰ τὴν εὐωδίαν συνδυάζεται μετὰ τῆς κυπαρίσσου καὶ λιβάνου· πρβλ. [[κεδρία]], [[κέδρος]], ὁ·- Ὁ Θεόφρ. (ἴδε Schneid. ἐν τῷ Ind.) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καὶ διὰ τὸ pinus cedrus τῆς Συρίας, καὶ τὸ juniper ὀξύκεδρος (j. oxycedrus, [[εἶδος]] σχοίνου), [[ὅπερ]] ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι καλείται [[κέδρος]] καὶ αὕτη πιθανῶς [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τῆς λέξ. παρ’ Ὁμ. 2) [[πρᾶγμα]] πεποιημένον ἐκ ξύλου κέδρου· κεδρίνη [[θήκη]], νεκρική, Εὐρ. Ἄλκ. 365, Τρῳ. 1141· κέδρινον [[κιβώτιον]], ὡς [[κυψέλη]] μελισσῶν, Θεόκρ. 7. 81· πρβλ. [[κέδρινος]]. <br />3) «κεδρόλαδον», τῇ κέδρῳ ἀλείφειν Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 16· πρβλ. [[κεδρία]].
|elnltext=κέδρος -ου, ἡ ceder (boom). wat van de ceder komt doodskist; doos; cederolie.
}}
{{elru
|elrutext='''κέδρος:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[кедр]]: τὸ ἀπὸ κέδρου [[ἄλειφαρ]] Her. (благовонное) кедровое масло;<br /><b class="num">2)</b> [[кедровый гроб]] (ἐν τῇ κέδρῳ θάψαι παῖδα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[кедровый ящик]] Theocr.;<br /><b class="num">4)</b> [[кедровое масло]] (τῇ κέδρῳ ἀλείφειν Luc.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κέδρος:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[κέδρος]], το δέντρο, Λατ. [[cedrus]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φτιαγμένο από [[ξύλο]] κέδρου· κέδρινη [[κάσα]], σε Ευρ.· κέδρινο [[κιβώτιο]] σαν [[κυψέλη]] [[μελισσών]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[λάδι]] από [[κέδρο]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κέδρος:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[κέδρος]], το δέντρο, Λατ. [[cedrus]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φτιαγμένο από [[ξύλο]] κέδρου· κέδρινη [[κάσα]], σε Ευρ.· κέδρινο [[κιβώτιο]] σαν [[κυψέλη]] [[μελισσών]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[λάδι]] από [[κέδρο]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κέδρος:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[кедр]]: τὸ ἀπὸ κέδρου [[ἄλειφαρ]] Her. (благовонное) кедровое масло;<br /><b class="num">2)</b> [[кедровый гроб]] (ἐν τῇ κέδρῳ θάψαι παῖδα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[кедровый ящик]] Theocr.;<br /><b class="num">4)</b> [[кедровое масло]] (τῇ κέδρῳ ἀλείφειν Luc.).
|lstext='''κέδρος''': , τὸ γνωστὸν καὶ ὁμοίως [[μέχρι]] τοῦδε λεγόμενον [[δένδρον]], τοῦ ὁποίου τὸ [[ξύλον]] ἐκαίετο πρὸς εὐωδίαν, Ὀδ. Ε. 60 (πρβλ. [[θύον]]τὸ ἀπὸ κέδρου [[ἄλειφαρ]], [[ὅπερ]] καὶ [[κεδρία]] λέγεται ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 2. 87· ἐν 4. 75 διὰ τὴν εὐωδίαν συνδυάζεται μετὰ τῆς κυπαρίσσου καὶ λιβάνου· πρβλ. [[κεδρία]], [[κέδρος]], ὁ·- Ὁ Θεόφρ. (ἴδε Schneid. ἐν τῷ Ind.) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καὶ διὰ τὸ pinus cedrus τῆς Συρίας, καὶ τὸ juniper ὀξύκεδρος (j. oxycedrus, [[εἶδος]] σχοίνου), [[ὅπερ]] ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι καλείται [[κέδρος]] καὶ αὕτη πιθανῶς [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τῆς λέξ. παρ’ Ὁμ. 2) [[πρᾶγμα]] πεποιημένον ἐκ ξύλου κέδρου· κεδρίνη [[θήκη]], νεκρική, Εὐρ. Ἄλκ. 365, Τρῳ. 1141· κέδρινον [[κιβώτιον]], ὡς [[κυψέλη]] μελισσῶν, Θεόκρ. 7. 81· πρβλ. [[κέδρινος]]. <br />3) «κεδρόλαδον», τῇ κέδρῳ ἀλείφειν Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 16· πρβλ. [[κεδρία]].
}}
{{elnl
|elnltext=κέδρος -ου, ἡ ceder (boom). wat van de ceder komt doodskist; doos; cederolie.
}}
}}
{{etym
{{etym