3,274,522
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut arrêter, contenir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατέχω]]. | |btext=ή, όν :<br />qu’on peut arrêter, contenir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατέχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καθεκτός -ή -όν adj. verb. van κατέχω, in toom te houden. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καθεκτός:''' [adj. verb. к [[κατέχω]] могущий быть удержанным: οὑ κ. Dem., Plut. неудержимый, безудержный. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''καθεκτός:''' -ή, -όν (κατ-έχω), αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί ή να εμποδιστεί, σε Δημ.· αυτός που μπορεί να αναχαιτισθεί, σε Πλούτ. | |lsmtext='''καθεκτός:''' -ή, -όν (κατ-έχω), αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί ή να εμποδιστεί, σε Δημ.· αυτός που μπορεί να αναχαιτισθεί, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καθεκτός''': -ή, -όν, ([[κατέχω]]) ὁ κατεχόμενος ἢ ἐμποδιζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτὸς Δημ. 515. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 10, Πομπ. 66· τῶν πραγμάτων [[οὐκέτι]] πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν, [[ἐπειδὴ]] ἡ [[ἐξουσία]] δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κρατηθῇ εἰς τὰς χεῖρας πολλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 47· ἐν τῷ καθεκτῷ [[εἶναι]], νὰ κρατηθῇ τις, νὰ περιορίσῃ ἑαυτόν, νὰ μείνῃ [[ἀδιάφορος]], Φιλόστρ. 818. ― Ἐπίρρ., οὐ καθεκτῶς, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ περιορίζηταί τις, ὁ αὐτ. 712. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καθεκτόν, ἐφικτόν, καταληπτόν». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=καθ-εκτός, [[κατέχω]]<br />to be held [[back]] or checked, Dem.: to be retained, Plut. | |mdlsjtxt=καθ-εκτός, [[κατέχω]]<br />to be held [[back]] or checked, Dem.: to be retained, Plut. | ||
}} | }} |