κατάχυσμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on verse dessus :<br /><b>1</b> jus, sauce;<br /><b>2</b> τὰ καταχύσματα, noix, figues qu’on jetait, en signe de bienvenue et à leur entrée dans la maison, sur la tête des esclaves nouvellement achetés.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on verse dessus :<br /><b>1</b> jus, sauce;<br /><b>2</b> τὰ καταχύσματα, noix, figues qu’on jetait, en signe de bienvenue et à leur entrée dans la maison, sur la tête des esclaves nouvellement achetés.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατάχυσμα''': τό, τὸ καταχεόμενον [[ἄνωθεν]] [[καρύκευμα]], «σάλτσα», Ἀριστοφ. Ὄρνιθ. 535. 1637· βολβοὺς… καταχύσματι δεύσας Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι»1. 9· τὰ κατ. [[ὄξος]] οὐκ ἔχει Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 3· «[[κατάχυσμα]]· λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ζωμοῦ» Ἡσύχ.·- «[[κατάχυσμα]]· τὸ καταχεόμενον κατὰ τῶν ὄψων ὐπότριμμα» Φώτ. 2) καταχύσματα, συνέκειντο δὲ [[ταῦτα]] ἀπὸ φοινίκων, κολλύβων, τρωγαλίων, ἰσχάδων, [[καρύων]] κτλ., Λατιν. bellaria, τὰ ὀποῖα συνείθιζον νὰ ῥίπτωσιν [[ὑπεράνω]] τῶν νυμφίων περὶ τὴν ἑστίαν ὡς [[σημεῖον]] εὐετηρίας (ὡς [[σήμερον]] τὰ «κοφέτα», τὰ [[ἄνθη]] καὶ [[ὀρύζιον]]), (τὰ καταχ. κατάχει τοῦ νυμφίου Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἡδυχ.» 3), ἢ καὶ [[ὑπεράνω]] νεωνήτων δούλων τὸ πρῶτον εἰσιόντων εἰς τὴν οἰκίαν ἢ [[ἁπλῶς]] τῶν ἐφ’ ὦν οἰωνίσασθαί τι ἀγαθὸν ἐβούλοντο, [[φέρε]]… κομίσω καταχύσματα [[ὥσπερ]] νεωνήτοισιν ὀφθαλμοῖς Ἀριστοφ. Πλ. 768, Δημ. 1123 ἐν τέλ., πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- οὕτω παρὰ Λατ. sparge, marite, nuces, Οὐεργ. Ἐκλ. 8. 30· πρβλ. Becker εἰς Χαρικλ. 368, 487.- Περὶ τοῦ τύπου καταχύματα ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 420.
|elnltext=κατάχυσμα -ατος, τό [καταχέω] saus; strooisel; τὰ καταχύσματα strooigoed (van noten en vijgen, o. m. ter verwelkoming).
}}
{{elru
|elrutext='''κατάχυσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[подливка]], [[соус]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[плоды]] (ореха, фиги и т. п.), которыми осыпались впервые вводимые в дом невеста или раб (обряд приветствия и пожелания благополучия) Arph., Dem.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατάχυσμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> αυτό το οποίο περιχύνεται, «[[σάλτσα]]», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., χούφτες με καρύδια, καρπούς φοινίκων κ.λπ.· Λατ. [[bellaria]], αυτό το οποίο χρησιμοποιείται για να περιχυθεί πάνω στη [[νύφη]] ή στον νέο δούλο με την είσοδό τους στο [[σπίτι]] (πρβλ. τα sparge, marite nuces του Βιργ.), σε Αριστοφ., Δημ.
|lsmtext='''κατάχυσμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> αυτό το οποίο περιχύνεται, «[[σάλτσα]]», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., χούφτες με καρύδια, καρπούς φοινίκων κ.λπ.· Λατ. [[bellaria]], αυτό το οποίο χρησιμοποιείται για να περιχυθεί πάνω στη [[νύφη]] ή στον νέο δούλο με την είσοδό τους στο [[σπίτι]] (πρβλ. τα sparge, marite nuces του Βιργ.), σε Αριστοφ., Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάχυσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[подливка]], [[соус]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[плоды]] (ореха, фиги и т. п.), которыми осыпались впервые вводимые в дом невеста или раб (обряд приветствия и пожелания благополучия) Arph., Dem.
|lstext='''κατάχυσμα''': τό, τὸ καταχεόμενον [[ἄνωθεν]] [[καρύκευμα]], «σάλτσα», Ἀριστοφ. Ὄρνιθ. 535. 1637· βολβοὺς… καταχύσματι δεύσας Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι»1. 9· τὰ κατ. [[ὄξος]] οὐκ ἔχει Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 3· «[[κατάχυσμα]]· λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ζωμοῦ» Ἡσύχ.·- «[[κατάχυσμα]]· τὸ καταχεόμενον κατὰ τῶν ὄψων ὐπότριμμα» Φώτ. 2) καταχύσματα, συνέκειντο δὲ [[ταῦτα]] ἀπὸ φοινίκων, κολλύβων, τρωγαλίων, ἰσχάδων, [[καρύων]] κτλ., Λατιν. bellaria, τὰ ὀποῖα συνείθιζον νὰ ῥίπτωσιν [[ὑπεράνω]] τῶν νυμφίων περὶ τὴν ἑστίαν ὡς [[σημεῖον]] εὐετηρίας (ὡς [[σήμερον]] τὰ «κοφέτα», τὰ [[ἄνθη]] καὶ [[ὀρύζιον]]), (τὰ καταχ. κατάχει τοῦ νυμφίου Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἡδυχ.» 3), ἢ καὶ [[ὑπεράνω]] νεωνήτων δούλων τὸ πρῶτον εἰσιόντων εἰς τὴν οἰκίαν ἢ [[ἁπλῶς]] τῶν ἐφ’ ὦν οἰωνίσασθαί τι ἀγαθὸν ἐβούλοντο, [[φέρε]]… κομίσω καταχύσματα [[ὥσπερ]] νεωνήτοισιν ὀφθαλμοῖς Ἀριστοφ. Πλ. 768, Δημ. 1123 ἐν τέλ., πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- οὕτω παρὰ Λατ. sparge, marite, nuces, Οὐεργ. Ἐκλ. 8. 30· πρβλ. Becker εἰς Χαρικλ. 368, 487.- Περὶ τοῦ τύπου καταχύματα ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 420.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάχυσμα -ατος, τό [καταχέω] saus; strooisel; τὰ καταχύσματα strooigoed (van noten en vijgen, o. m. ter verwelkoming).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατάχυσμα]], ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> that [[which]] is poured [[over]], [[sauce]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> in plural handfuls of nuts, figs, etc.; Lat. [[bellaria]], [[which]] used to be showered [[over]] a [[bride]] or a new [[slave]] on entering the [[house]] (cf. Virg. sparge, marite, nuces), Ar., Dem.
|mdlsjtxt=[[κατάχυσμα]], ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> that [[which]] is poured [[over]], [[sauce]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> in plural handfuls of nuts, figs, etc.; Lat. [[bellaria]], [[which]] used to be showered [[over]] a [[bride]] or a new [[slave]] on entering the [[house]] (cf. Virg. sparge, marite, nuces), Ar., Dem.
}}
}}