καταπλέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> καταπλεύσομαι;<br /><b>I.</b> naviguer en descendant :<br /><b>1</b> gagner la côte, débarquer;<br /><b>2</b> descendre un fleuve;<br /><b>II.</b> revenir par eau.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέω]].
|btext=<i>f.</i> καταπλεύσομαι;<br /><b>I.</b> naviguer en descendant :<br /><b>1</b> gagner la côte, débarquer;<br /><b>2</b> descendre un fleuve;<br /><b>II.</b> revenir par eau.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπλέω''': μέλλ., -πλεύσομαι καὶ πλευσοῦμαι· Ἰων. -[[πλώω]]·- [[πλέω]] πρὸς τὰ [[κάτω]]· δηλ., 1) [[πλέω]] ἐκ τοῦ πελάγους πρὸς τὴν [[ἀκτήν]], [[πλέω]] πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζομαι, ἀντίθ., [[ἀναπλέω]], καταπλέων ὁ στρατὸς ναυσὶ πολλαῖς κατηνέχθη εἰς ὄχθας Ἡρῳδιαν. 3. 9, 14· [[ἔνθα]] κατεπλέομεν Ὀδ. Ι, 142· ἀπολ., [[ἄνευ]] προσδιορ., τῆς στρατιῆς καταπλεούσης οὐκ εἴα προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· ὁλκάδι καταπλεύσας 7. 137· ἐς Αἶαν μακρῇ νηῒ κ. Ἡρόδ. 1. 2· πρβλ. 8. 132· ἐπὶ Ἑλλησπόντου 8. 109., 9. 98· ἐπ’ [[Ἀρτεμίσιον]] 7. 195· τὰς ἐκ Πόντου [[ναῦς]] Ἀθήναζε καταπλεῖν ἐκώλυεν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 28· ἕως ἂν [[δεῦρο]] καταπλέωμεν παρὰ Δημ. 569, [[ἐνταῦθα]] κ. ὁ αὐτ. 886, 3· πρβλ. Λυσ. 161, 43· νεωστὶ καταπεπλευκώς, ἐλθὼν ἐσχάτως εἰς τὴν ξηράν, Πλάτ. Εὐθύδ. 297C· καταπλέοντος πυροῦ Θεόφρ. ἐν Αἰτ. Φ. 4. 9, 5· καταπλέουσα [[ἀγορά]], [[νῆες]] μετὰ σίτου τῆς ἀγορᾶς, Ἀππ. Καρχ. 200· 2) [[πλέω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] τοῦ ποταμοῦ, κατὰ τὸ [[ῥεῦμα]] [[αὐτοῦ]], μετ’ αἰτ. ἐς Βαβυλῶνα κατ. τὸν Εὐφρήτην Ἡρόδ. 1, 185· ἀπολ., 7, 137· ἐπὶ ἰχθύος, κατ. ἐς θάλασσαν 2. 93· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10. ΙΙ. [[πλέω]] [[ὀπίσω]], [[πλέων]] [[ἐπιστρέφω]], [[ὅθεν]] ἐξέπλεεν [[ἐνταῦθα]] καὶ καταπλεῖ Δημοσθ. 886, 3, Ἡρόδ. 1, 165., 3, 45, Ἀνδοκ. 21, 22, κτλ.
|elnltext=κατα-πλέω (richting land) varen:; τῆς δὲ στρατιῆς καταπλεούσης terwijl de expeditie naar land voer Hdt. 6.97.1; binnenvaren:; κατέπλευσεν εἰς Πειραιᾶ hij voer Piraeus binnen Dem. 21.168; uitbr. landen, aan land gaan:; ἐκ θαλάττης ἀφιγμένῳ, νεωστί, μοι δοκεῖν, καταπεπλευκότι uit zee aangekomen, ik denk, zojuist geland Plat. Euthyd. 297c; terugvaren naar huis:. καταπλώσαντες ἐς τὴν Φώκαιαν nadat ze terug waren gevaren naar Phocaea Hdt. 1.165.2. afvaren:; καταπλέοντες τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν wanneer ze de rivier de Eufraat afvaren Hdt. 1.185.2; stroomafwaarts varen:. καταπλώουσι ἐς θάλασσαν (van vissen) ze zwemmen stroomafwaarts naar zee Hdt. 2.93.4.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπλέω:''' ион. [[καταπλώω]] (fut. καταπλεύσομαι)<br /><b class="num">1)</b> [[приплывать]], [[прибывать]] (на корабле), причаливать ([[ἔνθα]] Hom.; ἐς Αἶαν, ἐπὶ Ἑλλησπόντου Her.; ἐκ Πόντου [[Ἀθήναζε]], εἰς τὴν γῆν Xen.; εἰς τὴν χώραν NT; νεωστὶ καταπεπλευκώς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[плыть вниз по течению]] (ἐς τὸν Εὐφρήτην ἐς Βαβυλῶνα Her.; εἰς θάλασσαν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[возвращаться]] (морем), плыть обратно (ἐς τὴν Φώκαιαν Her.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''καταπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]]· Ιων. -[[πλώω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διαπλέω]], δηλ.<br /><b class="num">1.</b> [[πλέω]] από το ανοιχτό [[πέλαγος]] προς την [[ακτή]], [[πλέω]] προς την [[ξηρά]], [[προσορμίζομαι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· <i>νεωστὶ καταπεπλευκώς</i>, έχοντας προσορμιστεί πρόσφατα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαπλέω]] ποταμό, <i>κατ. τὸν Εὐφρήτην</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλέω]] προς τα [[πίσω]], [[επιστρέφω]], στον ίδ.
|lsmtext='''καταπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]]· Ιων. -[[πλώω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διαπλέω]], δηλ.<br /><b class="num">1.</b> [[πλέω]] από το ανοιχτό [[πέλαγος]] προς την [[ακτή]], [[πλέω]] προς την [[ξηρά]], [[προσορμίζομαι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· <i>νεωστὶ καταπεπλευκώς</i>, έχοντας προσορμιστεί πρόσφατα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαπλέω]] ποταμό, <i>κατ. τὸν Εὐφρήτην</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλέω]] προς τα [[πίσω]], [[επιστρέφω]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπλέω:''' ион. [[καταπλώω]] (fut. καταπλεύσομαι)<br /><b class="num">1)</b> [[приплывать]], [[прибывать]] (на корабле), причаливать ([[ἔνθα]] Hom.; ἐς Αἶαν, ἐπὶ Ἑλλησπόντου Her.; ἐκ Πόντου [[Ἀθήναζε]], εἰς τὴν γῆν Xen.; εἰς τὴν χώραν NT; νεωστὶ καταπεπλευκώς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[плыть вниз по течению]] (ἐς τὸν Εὐφρήτην ἐς Βαβυλῶνα Her.; εἰς θάλασσαν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[возвращаться]] (морем), плыть обратно (ἐς τὴν Φώκαιαν Her.).
|lstext='''καταπλέω''': μέλλ., -πλεύσομαι καὶ πλευσοῦμαι· Ἰων. -[[πλώω]]·- [[πλέω]] πρὸς τὰ [[κάτω]]· δηλ., 1) [[πλέω]] ἐκ τοῦ πελάγους πρὸς τὴν [[ἀκτήν]], [[πλέω]] πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζομαι, ἀντίθ., [[ἀναπλέω]], καταπλέων ὁ στρατὸς ναυσὶ πολλαῖς κατηνέχθη εἰς ὄχθας Ἡρῳδιαν. 3. 9, 14· [[ἔνθα]] κατεπλέομεν Ὀδ. Ι, 142· ἀπολ., [[ἄνευ]] προσδιορ., τῆς στρατιῆς καταπλεούσης οὐκ εἴα προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· ὁλκάδι καταπλεύσας 7. 137· ἐς Αἶαν μακρῇ νηῒ κ. Ἡρόδ. 1. 2· πρβλ. 8. 132· ἐπὶ Ἑλλησπόντου 8. 109., 9. 98· ἐπ’ [[Ἀρτεμίσιον]] 7. 195· τὰς ἐκ Πόντου [[ναῦς]] Ἀθήναζε καταπλεῖν ἐκώλυεν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 28· ἕως ἂν [[δεῦρο]] καταπλέωμεν παρὰ Δημ. 569, 3· [[ἐνταῦθα]] κ. ὁ αὐτ. 886, 3· πρβλ. Λυσ. 161, 43· νεωστὶ καταπεπλευκώς, ἐλθὼν ἐσχάτως εἰς τὴν ξηράν, Πλάτ. Εὐθύδ. 297C· καταπλέοντος πυροῦ Θεόφρ. ἐν Αἰτ. Φ. 4. 9, 5· καταπλέουσα [[ἀγορά]], [[νῆες]] μετὰ σίτου τῆς ἀγορᾶς, Ἀππ. Καρχ. 200· 2) [[πλέω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] τοῦ ποταμοῦ, κατὰ τὸ [[ῥεῦμα]] [[αὐτοῦ]], μετ’ αἰτ. ἐς Βαβυλῶνα κατ. τὸν Εὐφρήτην Ἡρόδ. 1, 185· ἀπολ., 7, 137· ἐπὶ ἰχθύος, κατ. ἐς θάλασσαν 2. 93· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10. ΙΙ. [[πλέω]] [[ὀπίσω]], [[πλέων]] [[ἐπιστρέφω]], [[ὅθεν]] ἐξέπλεεν [[ἐνταῦθα]] καὶ καταπλεῖ Δημοσθ. 886, 3, Ἡρόδ. 1, 165., 3, 45, Ἀνδοκ. 21, 22, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πλέω (richting land) varen:; τῆς δὲ στρατιῆς καταπλεούσης terwijl de expeditie naar land voer Hdt. 6.97.1; binnenvaren:; κατέπλευσεν εἰς Πειραιᾶ hij voer Piraeus binnen Dem. 21.168; uitbr. landen, aan land gaan:; ἐκ θαλάττης ἀφιγμένῳ, νεωστί, μοι δοκεῖν, καταπεπλευκότι uit zee aangekomen, ik denk, zojuist geland Plat. Euthyd. 297c; terugvaren naar huis:. καταπλώσαντες ἐς τὴν Φώκαιαν nadat ze terug waren gevaren naar Phocaea Hdt. 1.165.2. afvaren:; καταπλέοντες τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν wanneer ze de rivier de Eufraat afvaren Hdt. 1.185.2; stroomafwaarts varen:. καταπλώουσι ἐς θάλασσαν (van vissen) ze zwemmen stroomafwaarts naar zee Hdt. 2.93.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj