καταγωνίζομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> καταγωνίσομαι, <i>att.</i> καταγωνιοῦμαι;<br /><b>1</b> lutter contre;<br /><b>2</b> vaincre dans un combat.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀγωνίζομαι]].
|btext=<i>f.</i> καταγωνίσομαι, <i>att.</i> καταγωνιοῦμαι;<br /><b>1</b> lutter contre;<br /><b>2</b> vaincre dans un combat.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀγωνίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατᾰγωνίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- [[ἀγωνίζομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) [[ὑπερισχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19.
|elnltext=κατ-αγωνίζομαι overweldigen, overwinnen, onderwerpen:. διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας door hun geloof hebben zij koninkrijken onderworpen NT Hebr. 11.33.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰγωνίζομαι:''' (fut. καταγωνίσομαι - атт. καταγωνιοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[вести борьбу]], [[бороться]] (τινα и τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[одолевать]], [[побеждать]] (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος Luc.; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κατᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[εναντίον]], [[υπερισχύω]] [[έναντι]], [[κατακτώ]], [[νικώ]], σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος, στον ίδ.
|lsmtext='''κατᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[εναντίον]], [[υπερισχύω]] [[έναντι]], [[κατακτώ]], [[νικώ]], σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατᾰγωνίζομαι:''' (fut. καταγωνίσομαι - атт. καταγωνιοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[вести борьбу]], [[бороться]] (τινα и τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[одолевать]], [[побеждать]] (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος Luc.; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.).
|lstext='''κατᾰγωνίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- [[ἀγωνίζομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) [[ὑπερισχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αγωνίζομαι overweldigen, overwinnen, onderwerpen:. διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας door hun geloof hebben zij koninkrijken onderworpen NT Hebr. 11.33.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj