κατακλείω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> κατακλείσω, <i>ao.</i> κατέκλεισα;<br /><i>Pass. ao.</i> κατεκλείσθην, <i>pf.</i> κατακέκλεισμαι <i>ou</i> κατακέκλειμαι;<br /><b>1</b> enfermer, emprisonner, lier, enchaîner;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> contraindre, obliger : τινα νόμῳ avec l'inf. obliger qqn par la loi à…;<br /><b>3</b> fermer : πυλίδας HDT des portes;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατακλείομαι s'enfermer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κλείω]]¹.
|btext=<i>f.</i> κατακλείσω, <i>ao.</i> κατέκλεισα;<br /><i>Pass. ao.</i> κατεκλείσθην, <i>pf.</i> κατακέκλεισμαι <i>ou</i> κατακέκλειμαι;<br /><b>1</b> enfermer, emprisonner, lier, enchaîner;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> contraindre, obliger : τινα νόμῳ avec l'inf. obliger qqn par la loi à…;<br /><b>3</b> fermer : πυλίδας HDT des portes;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατακλείομαι s'enfermer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κλείω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατακλείω''': Ἰων. -κληΐω, ἀρχ. Ἀττ. -[[κλῄω]] Θουκ.: μέλλ. Ἰων. -κληΐσω, Δωρ. κατακλᾴξω· καὶ παράδοξός τις [[τύπος]] κατακλιῶ ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Εὐπόλιδος (ἐν «Χρυσῷ γένει» 19).― Μέσ., ἀόρ. κατεκλεισάμην Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5· Δωρ. κατεκλᾳξάμην Θεόκρ.― Παθ., ἀόρ. κατεκλείσθην Ἀττ.· Ἰων. κατεκληΐσθην Ἡρόδ. 2. 128· Δωρ. κατεκλάγθην (κατὰ τὸν Valck. ἀντὶ -εκλᾴσθην), ἴδε κατωτ.:― πρκμ. κατακέκλειμαι ἢ -κέκλεισμαι, Ἀριστοφ. Πλ. 206, κτλ. Ι. μετ’ αἰτ. προσ., [[κλείω]], [[ἐγκλείω]] τεταριχευμένον [[σῶμα]] ἐν τῇ θήκῃ [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 2. 86· [[συχνάκις]] ἐπὶ ἀποκλεισμοῦ, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ., τοὺς ἠνάγκασε νὰ καταφήγωσιν εἰς τὴν νῆσον καὶ [[ἐκεῖ]] τοὺς ἔκλεισε, Θουκ. 1. 109· κ. ἑαυτοὺς εἰς [[ἔρυμα]] Ξεν. Κύρ. 4. 1, 18· κατακλείειν τοὺς ψιλούς, τοὺς γυμνῆτας [[εἴσω]] τῶν ὅπλων = τῶν ὁπλιτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 4, 26., 3. 3, 7·― [[ὡσαύτως]], κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, ὅ ἐστι, δὲν εἶμαι [[πολίτης]] τοῦ ὅλου κόσμου ἀλλὰ μόνον ὡρισμένης τινὸς πολιτείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 13· καὶ κ. ἑαυτὸν ἐν Ἡρῳδ. 5, 8, 12· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., ὁ Κροῖσος κατακλεισάμενος ἐν τοῖς βασιλείοις ἐβόα Κῦρον Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5. ―Παθ., πολιορκοῦμαι, ἐς τὸ [[τεῖχος]] κατακλῄεσθαι Θουκ. 4. 57· ναυσὶ κατεκλείσθησαν ὁ αὐτ. 1. 117· οἱ κατακεκλειμένοι, οἱ πολιορκούμενοι, Ἰσοκρ. 124Α· [[ὅταν]] ἐς νεφέλας [[ἄνεμος]] κατακλεισθῇ Ἀριστοφ. Νεφ. 404. ―Μέσ., ἐγκλείομαι, κλείομαι μέσα, ἐν τοῖς βασιλείοις Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5· οὕτω Παθ. κατεκλάσθης Θεόκρ. 7. 84· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[κατακλᾴξασθαι]], [[κλείω]] τὴν νύμφην μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] ἐν τῷ νυμφικῷ θαλάμῳ, ὁ αὐτ. 18. 5. 2) μεταφ., νόμῳ κ., [[ἐγκλείω]], δηλ. [[ἐξαναγκάζω]], [[ἀναγκάζω]], ἂν… πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν Δημ. 49. 16· πρβλ. Ἀνδοκ. 24. 19, Ἀντιφῶντα ἐν «Πλουσ.» 1. 15. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]], τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μεγίστην κατακεκλειμένης, ἀφοῦ κατήντησεν…, Δημ. 803, ἐν τέλ.· εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι Διόδ. 20. 74· εἰς πολιορκίαν, ἀμηχανίαν, ὄλεθρον Διον. Ἁλ., κλ.· [[ὡσαύτως]], μεταφορ., κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς…, ἑφαρμόζειν καὶ ἐξασκεῖν ὅλην τὴν ἐν τῇ τέχνῃ ἱκανότητα…, Ἡλιόδ. 3. 4. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[κλείω]], τὰς πυλίδας Ἡρόδ. 1. 191· τὰ ἱρὰ 2. 124, πρβλ. 128· τὸ [[ἐργαστήριον]] 4. 14· τὸν δίφρον Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10· κατέκλεισε πάντα καὶ κατεσημήνατο καὶ φύλακας κατέστησε Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 27. εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλειμένα Ἀριστοφ. Πλ. 206. 2) κ. τὴν δεξιάν, [[σφίγγω]], Λουκ. Προμ. 2. 3) [[κλείω]] λόγον, [[συμπεραίνω]], Διογ. Λ. 10. 138· εἰς ἀπειλὴν κ. τὸν λόγον, τελευτῶ, [[καταλήγω]] εἰς ἀπειλήν, Διον. Ἁλ. 7. 14· οὐ κατακλείει, δὲν συμπληροῖ τὸ [[νόημα]], Ἀπολλών. π. Συντάξ. 180.
|elnltext=κατα-κλείω, Oud- Att. κατακλῄω, Dor. κατακλᾴζω; Dor. aor. pass. κατεκλᾴσθην opsluiten, insluiten, opbergen in:; τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ. de Grieken insluiten op het eiland Thuc. 1.109.4; κατέκλεισεν τὸν Ἰωάννην ἐν φυλακῇ hij sloot Johannes op in de gevangenis NT Luc. 3.20; ook dir. refl. med.:; Κροῖσος κατακλεισμένος ἐν τοῖς βασιλείοις Croesus, die zich opgesloten had in het paleis Xen. Cyr. 7.2.5; pass.:; εἰς μικρὸν τόπον κατακεκλειμένοι ingesloten binnen een klein gebied Isocr. 4.34; overdr.: ἄν... νόμῳ κατακλείσητ’ ἐπὶ τῷ πολεμῷ μένειν als jullie (het leger) wettelijk verplichten zich op de oorlog te concentreren Dem. 4.33; εἰς τὰς ἐσχάτας ἀπορίας κατακεκλεικὼς τοὺς πολεμίους nu hij zijn vijanden in de grootste problemen had gebracht Plut. Sert. 21.1. sluiten, dichtdoen:. κατακλείειν πάντα τὰ ἱρα alle tempels sluiten Hdt. 2.124.1; εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλῃμένα toen hij ontdekte dat alles achter slot en grendel zat Aristoph. Pl. 206. vastzetten, fixeren:. κατάκλειε ( τὴν δεξιάν ) houd zijn rechterarm op zijn plaats Luc. 23.2.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακλείω:''' ион. [[κατακληΐω]], атт. [[κατακλῄω]], дор. [[κατακλάζω]] (fut. κατακλείσω, aor. κατέκλεισα; pass.: aor. κατεκλείσθην - атт. κατεκλῄσθην, pf. κατακέκλεισμαι и κατακέκλειμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[запирать]], [[затворять на замок]] (τὰς πυλίδας, τὰ ἱρά, τὸ [[ἐργαστήριον]] Her.; τὸν [[δίφρον]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[запирать]], [[заключать]] (ἑαυτοὺς εἰς [[ἔρυμα]] Xen.; τι εἰς τὴν γῆν Arst.; τινὰ ἐν τῇ φυλακῇ NT; κατακλεισάμενος ἐν τοῖς βασιλείοις Xen.): κ. τοὺς γυμνῆτας [[εἴσω]] τῶν ὅπλων Xen. заставить гимнетов укрыться за строем гоплитов;<br /><b class="num">3)</b> [[вкладывать в ножны]] (τὸ [[ξίφος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[включать]]: οὐδ᾽ εἰς πολιτείαν ἐμαυτὸν [[κατακλείω]] Xen. я не принадлежу ни к одному (греческому) государству (слова Аристиппа);<br /><b class="num">5)</b> [[запирать]], [[блокировать]] (τοὺς Ἓλληνας ἐς τὴν νῆσον, ἐς τὸ [[τεῖχος]] κατακλῄεσθαι Thuc.);<br /><b class="num">6)</b> [[ставить]], [[ввергать]] (εἰς κίνδυνον [[μέγιστον]] Dem.; εἰς σπάνιν Diod.);<br /><b class="num">7)</b> рит. [[заканчивать]], [[заключать]] (τὸν λόγον Diog. L.): οὐ κατακλείει грам. (фраза) не закончена;<br /><b class="num">8)</b> [[обязывать]], [[принуждать]] (τινὰ νόμῳ ποιεῖν τι Dem.; τινὰ εἰς ἀρχὴν μείζονα Plut.);<br /><b class="num">9)</b> [[привязывать]], [[сковывать]] (τὴν δεξιάν Luc.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κατακλείω:''' Ιων. -κληΐω, αρχ. Αττ. -[[κλῄω]]· Ιων. μέλ. <i>-κληΐσω</i>, Δωρ. <i>κατακλᾴξω</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>κατεκλεισάμην</i>, Δωρ. <i>κατεκλᾳξάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>κατεκλείσθην</i>, Ιων. <i>κατεκληΐσθην</i>, παρακ. κατα-[[κέκλειμαι]] ή -[[κέκλεισμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ., [[κλείνω]] [[εντός]], [[εγκλείω]] ταριχευμένο [[σώμα]] στη [[θήκη]] του, σε Ηρόδ.· <i>τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ</i>., τους ανάγκασε να καταφύγουν στο [[νησί]] και [[εκεί]] τους απέκλεισε, σε Θουκ. — Μέσ., κλείνομαι μέσα, εγκλείομαι, σε Ξεν.· [[κατακλᾴξασθαι]], [[κλείνω]] την [[νύφη]] μαζί μου (στο νυφικό [[δωμάτιο]]), σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>νόμῳ κ</i>., [[αναγκάζω]], δηλ. [[υποχρεώνω]], [[εξαναγκάζω]], σε Δημ.· επίσης, <i>εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλεῖσθαι</i>, [[αφού]] κατάντησε, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[σφαλίζω]], [[κλείνω]], [[τὰς]] πυλίδας, σε Ηρόδ.· <i>τὰ ἱρά</i>, στον ίδ. κ.λπ.
|lsmtext='''κατακλείω:''' Ιων. -κληΐω, αρχ. Αττ. -[[κλῄω]]· Ιων. μέλ. <i>-κληΐσω</i>, Δωρ. <i>κατακλᾴξω</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>κατεκλεισάμην</i>, Δωρ. <i>κατεκλᾳξάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>κατεκλείσθην</i>, Ιων. <i>κατεκληΐσθην</i>, παρακ. κατα-[[κέκλειμαι]] ή -[[κέκλεισμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ., [[κλείνω]] [[εντός]], [[εγκλείω]] ταριχευμένο [[σώμα]] στη [[θήκη]] του, σε Ηρόδ.· <i>τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ</i>., τους ανάγκασε να καταφύγουν στο [[νησί]] και [[εκεί]] τους απέκλεισε, σε Θουκ. — Μέσ., κλείνομαι μέσα, εγκλείομαι, σε Ξεν.· [[κατακλᾴξασθαι]], [[κλείνω]] την [[νύφη]] μαζί μου (στο νυφικό [[δωμάτιο]]), σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>νόμῳ κ</i>., [[αναγκάζω]], δηλ. [[υποχρεώνω]], [[εξαναγκάζω]], σε Δημ.· επίσης, <i>εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλεῖσθαι</i>, [[αφού]] κατάντησε, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[σφαλίζω]], [[κλείνω]], [[τὰς]] πυλίδας, σε Ηρόδ.· <i>τὰ ἱρά</i>, στον ίδ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατακλείω:''' ион. [[κατακληΐω]], атт. [[κατακλῄω]], дор. [[κατακλάζω]] (fut. κατακλείσω, aor. κατέκλεισα; pass.: aor. κατεκλείσθην - атт. κατεκλῄσθην, pf. κατακέκλεισμαι и κατακέκλειμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[запирать]], [[затворять на замок]] (τὰς πυλίδας, τὰ ἱρά, τὸ [[ἐργαστήριον]] Her.; τὸν [[δίφρον]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[запирать]], [[заключать]] (ἑαυτοὺς εἰς [[ἔρυμα]] Xen.; τι εἰς τὴν γῆν Arst.; τινὰ ἐν τῇ φυλακῇ NT; κατακλεισάμενος ἐν τοῖς βασιλείοις Xen.): κ. τοὺς γυμνῆτας [[εἴσω]] τῶν ὅπλων Xen. заставить гимнетов укрыться за строем гоплитов;<br /><b class="num">3)</b> [[вкладывать в ножны]] (τὸ [[ξίφος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[включать]]: οὐδ᾽ εἰς πολιτείαν ἐμαυτὸν [[κατακλείω]] Xen. я не принадлежу ни к одному (греческому) государству (слова Аристиппа);<br /><b class="num">5)</b> [[запирать]], [[блокировать]] (τοὺς Ἓλληνας ἐς τὴν νῆσον, ἐς τὸ [[τεῖχος]] κατακλῄεσθαι Thuc.);<br /><b class="num">6)</b> [[ставить]], [[ввергать]] (εἰς κίνδυνον [[μέγιστον]] Dem.; εἰς σπάνιν Diod.);<br /><b class="num">7)</b> рит. [[заканчивать]], [[заключать]] (τὸν λόγον Diog. L.): οὐ κατακλείει грам. (фраза) не закончена;<br /><b class="num">8)</b> [[обязывать]], [[принуждать]] (τινὰ νόμῳ ποιεῖν τι Dem.; τινὰ εἰς ἀρχὴν μείζονα Plut.);<br /><b class="num">9)</b> [[привязывать]], [[сковывать]] (τὴν δεξιάν Luc.).
|lstext='''κατακλείω''': Ἰων. -κληΐω, ἀρχ. Ἀττ. -[[κλῄω]] Θουκ.: μέλλ. Ἰων. -κληΐσω, Δωρ. κατακλᾴξω· καὶ παράδοξός τις [[τύπος]] κατακλιῶ ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Εὐπόλιδος (ἐν «Χρυσῷ γένει» 19).― Μέσ., ἀόρ. κατεκλεισάμην Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5· Δωρ. κατεκλᾳξάμην Θεόκρ.― Παθ., ἀόρ. κατεκλείσθην Ἀττ.· Ἰων. κατεκληΐσθην Ἡρόδ. 2. 128· Δωρ. κατεκλάγθην (κατὰ τὸν Valck. ἀντὶ -εκλᾴσθην), ἴδε κατωτ.:― πρκμ. κατακέκλειμαι ἢ -κέκλεισμαι, Ἀριστοφ. Πλ. 206, κτλ. Ι. μετ’ αἰτ. προσ., [[κλείω]], [[ἐγκλείω]] τεταριχευμένον [[σῶμα]] ἐν τῇ θήκῃ [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 2. 86· [[συχνάκις]] ἐπὶ ἀποκλεισμοῦ, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ., τοὺς ἠνάγκασε νὰ καταφήγωσιν εἰς τὴν νῆσον καὶ [[ἐκεῖ]] τοὺς ἔκλεισε, Θουκ. 1. 109· κ. ἑαυτοὺς εἰς [[ἔρυμα]] Ξεν. Κύρ. 4. 1, 18· κατακλείειν τοὺς ψιλούς, τοὺς γυμνῆτας [[εἴσω]] τῶν ὅπλων = τῶν ὁπλιτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 4, 26., 3. 3, 7·― [[ὡσαύτως]], κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, ὅ ἐστι, δὲν εἶμαι [[πολίτης]] τοῦ ὅλου κόσμου ἀλλὰ μόνον ὡρισμένης τινὸς πολιτείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 13· καὶ κ. ἑαυτὸν ἐν Ἡρῳδ. 5, 8, 12· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., ὁ Κροῖσος κατακλεισάμενος ἐν τοῖς βασιλείοις ἐβόα Κῦρον Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5. ―Παθ., πολιορκοῦμαι, ἐς τὸ [[τεῖχος]] κατακλῄεσθαι Θουκ. 4. 57· ναυσὶ κατεκλείσθησαν ὁ αὐτ. 1. 117· οἱ κατακεκλειμένοι, οἱ πολιορκούμενοι, Ἰσοκρ. 124Α· [[ὅταν]] ἐς νεφέλας [[ἄνεμος]] κατακλεισθῇ Ἀριστοφ. Νεφ. 404. ―Μέσ., ἐγκλείομαι, κλείομαι μέσα, ἐν τοῖς βασιλείοις Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5· οὕτω Παθ. κατεκλάσθης Θεόκρ. 7. 84· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[κατακλᾴξασθαι]], [[κλείω]] τὴν νύμφην μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] ἐν τῷ νυμφικῷ θαλάμῳ, ὁ αὐτ. 18. 5. 2) μεταφ., νόμῳ κ., [[ἐγκλείω]], δηλ. [[ἐξαναγκάζω]], [[ἀναγκάζω]], ἂν… πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν Δημ. 49. 16· πρβλ. Ἀνδοκ. 24. 19, Ἀντιφῶντα ἐν «Πλουσ.» 1. 15. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]], τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μεγίστην κατακεκλειμένης, ἀφοῦ κατήντησεν…, Δημ. 803, ἐν τέλ.· εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι Διόδ. 20. 74· εἰς πολιορκίαν, ἀμηχανίαν, ὄλεθρον Διον. Ἁλ., κλ.· [[ὡσαύτως]], μεταφορ., κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς…, ἑφαρμόζειν καὶ ἐξασκεῖν ὅλην τὴν ἐν τῇ τέχνῃ ἱκανότητα…, Ἡλιόδ. 3. 4. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[κλείω]], τὰς πυλίδας Ἡρόδ. 1. 191· τὰ ἱρὰ 2. 124, πρβλ. 128· τὸ [[ἐργαστήριον]] 4. 14· τὸν δίφρον Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10· κατέκλεισε πάντα καὶ κατεσημήνατο καὶ φύλακας κατέστησε Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 27. εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλειμένα Ἀριστοφ. Πλ. 206. 2) κ. τὴν δεξιάν, [[σφίγγω]], Λουκ. Προμ. 2. 3) [[κλείω]] λόγον, [[συμπεραίνω]], Διογ. Λ. 10. 138· εἰς ἀπειλὴν κ. τὸν λόγον, τελευτῶ, [[καταλήγω]] εἰς ἀπειλήν, Διον. Ἁλ. 7. 14· οὐ κατακλείει, δὲν συμπληροῖ τὸ [[νόημα]], Ἀπολλών. π. Συντάξ. 180.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κλείω, Oud- Att. κατακλῄω, Dor. κατακλᾴζω; Dor. aor. pass. κατεκλᾴσθην opsluiten, insluiten, opbergen in:; τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ. de Grieken insluiten op het eiland Thuc. 1.109.4; κατέκλεισεν τὸν Ἰωάννην ἐν φυλακῇ hij sloot Johannes op in de gevangenis NT Luc. 3.20; ook dir. refl. med.:; Κροῖσος κατακλεισμένος ἐν τοῖς βασιλείοις Croesus, die zich opgesloten had in het paleis Xen. Cyr. 7.2.5; pass.:; εἰς μικρὸν τόπον κατακεκλειμένοι ingesloten binnen een klein gebied Isocr. 4.34; overdr.: ἄν... νόμῳ κατακλείσητ’ ἐπὶ τῷ πολεμῷ μένειν als jullie (het leger) wettelijk verplichten zich op de oorlog te concentreren Dem. 4.33; εἰς τὰς ἐσχάτας ἀπορίας κατακεκλεικὼς τοὺς πολεμίους nu hij zijn vijanden in de grootste problemen had gebracht Plut. Sert. 21.1. sluiten, dichtdoen:. κατακλείειν πάντα τὰ ἱρα alle tempels sluiten Hdt. 2.124.1; εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλῃμένα toen hij ontdekte dat alles achter slot en grendel zat Aristoph. Pl. 206. vastzetten, fixeren:. κατάκλειε ( τὴν δεξιάν ) houd zijn rechterarm op zijn plaats Luc. 23.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj