κερτόμιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />injurieux, outrageant : κερτομίοις ἐπέεσσιν ἐρεθίζειν IL exciter par des paroles injurieuses ; κερτομίοις [[ἐπέεσσι]] πειρηθῆναι OD éprouver par des paroles injurieuses, <i>ou simpl.</i> κερτομίοισι προσαυδᾶν IL adresser des paroles de reproche.<br />'''Étymologie:''' [[κέρτομος]].
|btext=ος, ον :<br />injurieux, outrageant : κερτομίοις ἐπέεσσιν ἐρεθίζειν IL exciter par des paroles injurieuses ; κερτομίοις [[ἐπέεσσι]] πειρηθῆναι OD éprouver par des paroles injurieuses, <i>ou simpl.</i> κερτομίοισι προσαυδᾶν IL adresser des paroles de reproche.<br />'''Étymologie:''' [[κέρτομος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κερτόμιος''': (ἢ κερτόμεος, Μέγ. Ἐτυμολ. 102. 46), καὶ κέρτομος, ον· ― κεντῶν τὴν καρδίαν, «πειρακτικός», [[λοίδορος]], κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι Ὀδ. Ω. 240· Δία Κρονίδην ἐρεθίζειν Ἰλ. Ε. 419· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], κερτομίοισι προσαυδᾶν Α. 539, Ὀδ. Ι. 474 (ὡς εἰ τὰ κερτόμια ἦν οὐσιαστ.)· κέρτομα βάζειν Ἡσύχ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 786· κερτομίοις ὀργαῖς Σοφ. Ἀντ. 956· ἐν κερτομίοις γλώσσαις [[αὐτόθι]] 961· χοροὶ κέρτομοι, ὑβριστικοί, Ἡρόδ. 5. 83 (πρβλ. [[τωθασμός]]). ΙΙ. σκωπτικοί, ἀπατηλοί, παῖδα... κέρτομον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 338· κέρτομος χαρὰ Εὐρ. Ἄλκ. 1125· χάριτας κερτόμους ὁ αὐτὸς ἐν «Μελανίππῃ» 29 (Ἀποσπ.)· κέρτομος [[ἁρμονία]], ἐπὶ τῆς Ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 7. 191. ― Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ. 7. 72. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[κέαρ]], [[τέμνω]]· πρβλ. [[δακέθυμος]]· Ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τοὺς τύπους τούτους εἰς √ΚΕΡΤ συγγενῆ τῇ √ΚΕΡ ([[κείρω]]), καὶ παραβάλλει τὰ Σανσκρ. kart- arî, kart-aris (Λατ. cult-er), kr.t-yakâ (βασανίστρια).
|elnltext=κερτόμιος -ον [κέρτομος] spottend, honend:. κερτομίοισι ( ἐπέεσσι ) προσαυδᾶν met spottende woorden toespreken Il. 1.539.
}}
{{elru
|elrutext='''κερτόμιος:''' [[насмешливый]], [[язвительный]], [[оскорбительный]] (ἔπεα Hom.; γλῶσσαι, ὀργαί Soph.): κερτομίοισι (sc. [[ἐπέεσσι]]) προσαυδᾶν Hom. обратиться с насмешливой речью.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κερτόμιος:''' και [[κέρτομος]], -ον ([[κέαρ]], [[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κεντά την [[καρδιά]], [[πειρακτικός]], [[λοίδορος]], [[ονειδιστικός]], σε Ομήρ. Οδ.· Δίακερτομίοις [[ἐπέεσσι]], σε Όμηρ.· επίσης, <i>κερτομίοισι</i> ([[χωρίς]] το [[ἐπέεσσι]]), στον ίδ.· <i>κέρτομα βάζειν</i>, σε Ησίοδ.· <i>χόροι κέρτομοι</i>, υβριστικοί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκωπτικός]], [[απατηλός]], [[κέρτομος]] [[χαρά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κερτόμιος:''' και [[κέρτομος]], -ον ([[κέαρ]], [[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κεντά την [[καρδιά]], [[πειρακτικός]], [[λοίδορος]], [[ονειδιστικός]], σε Ομήρ. Οδ.· Δίακερτομίοις [[ἐπέεσσι]], σε Όμηρ.· επίσης, <i>κερτομίοισι</i> ([[χωρίς]] το [[ἐπέεσσι]]), στον ίδ.· <i>κέρτομα βάζειν</i>, σε Ησίοδ.· <i>χόροι κέρτομοι</i>, υβριστικοί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκωπτικός]], [[απατηλός]], [[κέρτομος]] [[χαρά]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κερτόμιος:''' [[насмешливый]], [[язвительный]], [[оскорбительный]] (ἔπεα Hom.; γλῶσσαι, ὀργαί Soph.): κερτομίοισι (sc. [[ἐπέεσσι]]) προσαυδᾶν Hom. обратиться с насмешливой речью.
|lstext='''κερτόμιος''': (ἢ κερτόμεος, Μέγ. Ἐτυμολ. 102. 46), καὶ κέρτομος, ον· ― κεντῶν τὴν καρδίαν, «πειρακτικός», [[λοίδορος]], κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι Ὀδ. Ω. 240· Δία Κρονίδην ἐρεθίζειν Ἰλ. Ε. 419· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], κερτομίοισι προσαυδᾶν Α. 539, Ὀδ. Ι. 474 (ὡς εἰ τὰ κερτόμια ἦν οὐσιαστ.)· κέρτομα βάζειν Ἡσύχ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 786· κερτομίοις ὀργαῖς Σοφ. Ἀντ. 956· ἐν κερτομίοις γλώσσαις [[αὐτόθι]] 961· χοροὶ κέρτομοι, ὑβριστικοί, Ἡρόδ. 5. 83 (πρβλ. [[τωθασμός]]). ΙΙ. σκωπτικοί, ἀπατηλοί, παῖδα... κέρτομον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 338· κέρτομος χαρὰ Εὐρ. Ἄλκ. 1125· χάριτας κερτόμους ὁ αὐτὸς ἐν «Μελανίππῃ» 29 (Ἀποσπ.)· κέρτομος [[ἁρμονία]], ἐπὶ τῆς Ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 7. 191. ― Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ. 7. 72. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[κέαρ]], [[τέμνω]]· πρβλ. [[δακέθυμος]]· Ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τοὺς τύπους τούτους εἰς √ΚΕΡΤ συγγενῆ τῇ √ΚΕΡ ([[κείρω]]), καὶ παραβάλλει τὰ Σανσκρ. kart- arî, kart-aris (Λατ. cult-er), kr.t-yakâ (βασανίστρια).
}}
{{elnl
|elnltext=κερτόμιος -ον [κέρτομος] spottend, honend:. κερτομίοισι ( ἐπέεσσι ) προσαυδᾶν met spottende woorden toespreken Il. 1.539.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κέρτομος]], ον [[κέαρ]], [[τέμνω]]<br /><b class="num">I.</b> [[heart]]-[[cutting]], [[stinging]], [[reproachful]], Od.; Δία κερτομίοις [[ἐπέεσσι]] Hom.; also, κερτομίοισι (without ἐπέεσσἰ Hom.; κέρτομα βάζειν Hes.; χοροὶ κέρτομοι [[abusive]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[mocking]], [[delusive]], [[κέρτομος]] [[χαρά]] Eur.
|mdlsjtxt=[[κέρτομος]], ον [[κέαρ]], [[τέμνω]]<br /><b class="num">I.</b> [[heart]]-[[cutting]], [[stinging]], [[reproachful]], Od.; Δία κερτομίοις [[ἐπέεσσι]] Hom.; also, κερτομίοισι (without ἐπέεσσἰ Hom.; κέρτομα βάζειν Hes.; χοροὶ κέρτομοι [[abusive]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[mocking]], [[delusive]], [[κέρτομος]] [[χαρά]] Eur.
}}
}}