3,258,334
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> καταπλάσω;<br />appliquer un enduit, enduire : κηρῷ τὰ [[ὦτα]] PLUT les oreilles de cire;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταπλάσσομαι s'appliquer un enduit ; <i>avec</i> double acc. : [[τι]] τὸ [[σῶμα]] HDT s'enduire le corps de qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλάσσω]]. | |btext=<i>f.</i> καταπλάσω;<br />appliquer un enduit, enduire : κηρῷ τὰ [[ὦτα]] PLUT les oreilles de cire;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταπλάσσομαι s'appliquer un enduit ; <i>avec</i> double acc. : [[τι]] τὸ [[σῶμα]] HDT s'enduire le corps de qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλάσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατα-πλάσσω Ion. voor καταπλάττω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπλάσσω:''' атт. [[καταπλάττω]] (fut. καταπλάσω)<br /><b class="num">1)</b> [[намазывать]], [[смазывать]], [[натирать]] (τὰ βλέφαρά τινος Arph.; ἑαυτὸν πηλῷ Arst.): ψιμυθίῳ καταπεπλασμένη Arph. намазанная белилами, набеленная; med. натирать себе ([[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[замазывать]], [[затыкать]] (τὰ [[ὦτα]] κηρῷ τινι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''καταπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], [[σοβατίζω]] με πηλό, άργιλο κ.λπ., σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Μέσ., <i>καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν</i>, [[επιχρίω]], [[αλείφω]] το [[κεφάλι]] μου, σε Ηρόδ.· τοῦτοκαταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]], με αυτό επαλείφουν [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] τους, στον ίδ. | |lsmtext='''καταπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], [[σοβατίζω]] με πηλό, άργιλο κ.λπ., σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Μέσ., <i>καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν</i>, [[επιχρίω]], [[αλείφω]] το [[κεφάλι]] μου, σε Ηρόδ.· τοῦτοκαταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]], με αυτό επαλείφουν [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] τους, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καταπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πλάσω ᾰ·- [[ἐπιχρίω]], [[ἐπαλείφω]], [[καλύπτω]] μέ τι, κατ’ ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Ἡρόδ. 2, 70· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5· ὄξει τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721· κηρῷ τὰ ὦτα Πλούτ. 2, 15D.- Παθ., ψιμυθίῳ καταπεπλασμένος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878· καὶ ἀπολ., καταπεπλασμένος Πλούτ. 2. 724· κηρῷ Ἀριτσ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9·- τὸ [[πρόσωπον]] ἅπαν ψιμυθίῳ κ. Λουκ. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 11. 408.- Μέσ., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν, [[ἐπιχρίω]] τὴν ἰδίαν μου κεφαλήν, Ἡρόδ. 2, 85· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., «οἱ τιτᾶνες καταπλασάμενοι γύψῳ ἐπὶ τῷ μὴ γνώριμοι γενέσθαι» Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀπομάττειν· μετὰ διπλ. αἰτ., τοῦτο καταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]], τοῦτο ἐπαλείφουσιν εἰς ὅλον τὸ σῶμά των, Ἡρόδ. 4. 75. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, [[ἐφαρμόζω]] [[κατάπλασμα]], διὰ καταπλάσματος [[ἰατρεύω]], συνάπτεται μετὰ τοῦ καταιονᾶν καὶ καταντλεῖν, Διοσκ. ὑπαλειφόμενα ἢ καταπλαττόμενα Πλουτ. Ἠθ. 561· ὁ φακὸς καταπλαττόμενος καθ’ ἑαυτὸν καὶ σὺν τῷ ἀλφίτῳ Διοσκ. 4, 87. 3) μεταφ., καταπεπλασμένος= καταπλαστὸς ΙΙ, Ἀριστείδ. 2, 388·- τὸ κατ., ὁ τεχνητὸς [[ἦχος]] ὁ παραγόμενος διὰ τῆς ἐμφράξεως τῶν ὑψηλοτέρων φθόγγων τοῦ αὐλοῦ, ἴδε Quintil. 1. 11, 7. 4) [[πλαστός]], ψευδής, ὁ Πολυδ. Δ΄, 48, μνημονεύει τούτου ἐπὶ τῶν ἐλαττωμάτων τοῦ σοφιστοῦ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. -πλάσω<br />to [[plaster]] [[over]] with [[clay]], etc., Hdt., Ar.:—Mid., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν to [[plaster]] one's own [[head]], Hdt.; [[τοῦτο]] καταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]] [[this]] they [[plaster]] [[over]] [[their]] [[whole]] [[body]], Hdt. | |mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. -πλάσω<br />to [[plaster]] [[over]] with [[clay]], etc., Hdt., Ar.:—Mid., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν to [[plaster]] one's own [[head]], Hdt.; [[τοῦτο]] καταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]] [[this]] they [[plaster]] [[over]] [[their]] [[whole]] [[body]], Hdt. | ||
}} | }} |