3,272,950
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (τό) :<br />rue, <i>plante à feuilles grasses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]]. | |btext=ου (τό) :<br />rue, <i>plante à feuilles grasses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πήγανον -ου, τό [πήγνυμι] wijnruit (een plant). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πήγᾰνον:''' τό бот. рута NT: οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ εἶναι погов. Arph. не быть ни в начале, ни в конце, т. е. быть совершенным новичком ([[σέλινον]] «[[сельдерей]]» и π. сажались по краям огорода). | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''πήγᾰνον:''' τό, ο [[απήγανος]], Λατ. [[ruta]]· παροιμ., <i>οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ</i>, δηλ. [[μόλις]] και [[μετά]] βίας στην [[άκρη]] ή στην [[αρχή]], [[επειδή]] αυτά τα χόρτα οριοθετούσαν τις άκρες των παρτεριών, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πήγᾰνον:''' τό, ο [[απήγανος]], Λατ. [[ruta]]· παροιμ., <i>οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ</i>, δηλ. [[μόλις]] και [[μετά]] βίας στην [[άκρη]] ή στην [[αρχή]], [[επειδή]] αυτά τα χόρτα οριοθετούσαν τις άκρες των παρτεριών, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πήγᾰνον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀπήγαγον», Θεοπόμπ. Ἱστ. 200, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 4, κ. ἀλλ. (παρὰ τῷ Νικ. [[ῥυτή]], Λατ. ruta)· π. κηπευτόν, καὶ ὀρεινόν, ἢ ἥμερον καὶ ἄγριον, Διοσκ. 3. 52 κἑξ., κτλ.· ― παροιμ., οὐδὲ μὲν γε οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ’ ἐν πηγάνῳ, [[οὔπω]] οὐδὲ ἀρχὴν ἔχεις τοῦ πράγματος, «[[παροιμία]] ἐπὶ τῶν [[μηδὲ]] κατὰ τὸ ἐλάχιστον διηνυκότων οἷς ἐπέθεντο· μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν κήπων· ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικήποις τὰ σέλινα καὶ πήγανα κατεφύτευον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 480, πρβλ. [[περίκηπος]]. (Πιθ. ἐκ τοῦ [[πήγνυμι]], ὡς ἐκ τῶν παχέων καὶ σαρκωδῶν φύλλων [[αὐτοῦ]]). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |