περιμάχητος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est l'objet d'un combat, disputé par, τινι;<br /><b>2</b> digne d'être disputé, désirable, enviable.<br />'''Étymologie:''' [[περιμάχομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est l'objet d'un combat, disputé par, τινι;<br /><b>2</b> digne d'être disputé, désirable, enviable.<br />'''Étymologie:''' [[περιμάχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιμάχητος''': [], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται [[μάχη]], περιζήτητος, ἀξιοζήλευτος, ταῖσι φυλαῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1404· τοῖς πολλοῖς ([[ὕδωρ]]) Θουκ. 7. 84· [[πενία]] ἥκιστα περιμάχητον Ξεν. Συμπ. 3, 9, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 521Α, Νόμ. 678Ε· [[δυναστεία]] ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π. Ἰσοκρ. 172Β, πρβλ. 144C, 211C· τὰ π. ἀγαθά, περὶ ὧν μάχονται καὶ ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι, πολύτιμα, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 9, πρβλ. Πολιτ. 2. 9, 35, Ρητ. 1. 6, 23· -ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 319, [[πόλις]] π., πιθ. μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας: περὶ ἣν γίνεται [[μάχη]], περιβαλλομένη μάχαις.
|elnltext=περιμάχητος -ον [περιμάχομαι] waarvoor men strijdt, felbegeerd.
}}
{{elru
|elrutext='''περιμάχητος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[являющийся предметом борьбы]], [[оспариваемый]] (друг у друга): [[ταῖσι]] φυλαῖς π. εἶναι Arph. быть нарасхват у фил; οὐ π. ἦν ἡ [[τροφή]] Plat. в пище недостатка не было;<br /><b class="num">2)</b> [[желанный]], [[вожделенный]] (ὑπὸ πάντων [[ἐρώμενος]] καὶ π. Isocr.; τὰ περιμάχητα ἀγαθά Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[страстно борющийся]], [[страстный]], [[неукротимый]] ([[φιλοπλουτία]] καὶ [[φιληδονία]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιμάχητος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός για τον οποίο γίνεται [[μάχη]], σε Αριστοφ., Θουκ.· <i>οὐ περιμαχητόν</i>, [[πράγμα]] για το οποίο δεν θα πολεμούσε [[κάποιος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''περιμάχητος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός για τον οποίο γίνεται [[μάχη]], σε Αριστοφ., Θουκ.· <i>οὐ περιμαχητόν</i>, [[πράγμα]] για το οποίο δεν θα πολεμούσε [[κάποιος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιμάχητος:''' ()<br /><b class="num">1)</b> [[являющийся предметом борьбы]], [[оспариваемый]] (друг у друга): [[ταῖσι]] φυλαῖς π. εἶναι Arph. быть нарасхват у фил; οὐ π. ἦν ἡ [[τροφή]] Plat. в пище недостатка не было;<br /><b class="num">2)</b> [[желанный]], [[вожделенный]] (ὑπὸ πάντων [[ἐρώμενος]] καὶ π. Isocr.; τὰ περιμάχητα ἀγαθά Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[страстно борющийся]], [[страстный]], [[неукротимый]] ([[φιλοπλουτία]] καὶ [[φιληδονία]] Plut.).
|lstext='''περιμάχητος''': [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται [[μάχη]], περιζήτητος, ἀξιοζήλευτος, ταῖσι φυλαῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1404· τοῖς πολλοῖς ([[ὕδωρ]]) Θουκ. 7. 84· [[πενία]] ἥκιστα περιμάχητον Ξεν. Συμπ. 3, 9, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 521Α, Νόμ. 678Ε· [[δυναστεία]] ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π. Ἰσοκρ. 172Β, πρβλ. 144C, 211C· τὰ π. ἀγαθά, περὶ ὧν μάχονται καὶ ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι, πολύτιμα, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 9, πρβλ. Πολιτ. 2. 9, 35, Ρητ. 1. 6, 23· -ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 319, [[πόλις]] π., πιθ. μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας: περὶ ἣν γίνεται [[μάχη]], περιβαλλομένη μάχαις.
}}
{{elnl
|elnltext=περιμάχητος -ον [περιμάχομαι] waarvoor men strijdt, felbegeerd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj