πλαστικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de modeler des figures en terre, en cire, <i>etc.</i> ; ἡ πλαστική ([[τέχνη]]) la plastique.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de modeler des figures en terre, en cire, <i>etc.</i> ; ἡ πλαστική ([[τέχνη]]) la plastique.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλαστικός''': -ή, -όν, ([[πλάσσω]]) ὁ δυνάμενος νὰ πλασθῇ, γῆ... τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Πλάτ. Τίμ. 55Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· ― αἱ πλ. τέχναι, αἱ τέχναι τοῦ πλάττειν τὸν πηλόν, κηρόν, κλπ., Πλάτ. Νόμ. 679Α· οὕτω, ἡ πλαστικὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Λουκ. Προμ. 2, κτλ.
|elnltext=πλαστικός -ή -όν [πλάττω] modelleer-:; ἡ πλαστικὴ τέχνη modelleerkunst Plat. Lg. 679a; περί... τῆς ἐν ταῖς μήτραις τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς aangaande de vorming van embryo’s in de baarmoeder Luc. 27.26; plastisch, vervormbaar, kneedbaar. Plat. Tim. 55e.
}}
{{elru
|elrutext='''πλαστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пластичный]], [[податливый]] (γῆ τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[пластический]], [[изобразительный]] (τέχναι Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πλαστικός:''' -ή, -όν ([[πλάσσω]]), [[κατάλληλος]] να πλαστεί, [[πλαστικός]], <i>αἱ πλαστικαὶ τέχναι</i>, οι τέχνες της πλαστικής (π.χ. η αγαλματοποιΐα), σε Πλάτ.
|lsmtext='''πλαστικός:''' -ή, -όν ([[πλάσσω]]), [[κατάλληλος]] να πλαστεί, [[πλαστικός]], <i>αἱ πλαστικαὶ τέχναι</i>, οι τέχνες της πλαστικής (π.χ. η αγαλματοποιΐα), σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλαστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пластичный]], [[податливый]] (γῆ τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[пластический]], [[изобразительный]] (τέχναι Plat.).
|lstext='''πλαστικός''': -ή, -όν, ([[πλάσσω]]) ὁ δυνάμενος νὰ πλασθῇ, γῆ... τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Πλάτ. Τίμ. 55Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· ― αἱ πλ. τέχναι, αἱ τέχναι τοῦ πλάττειν τὸν πηλόν, κηρόν, κλπ., Πλάτ. Νόμ. 679Α· οὕτω, ἡ πλαστικὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Λουκ. Προμ. 2, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλαστικός -ή -όν [πλάττω] modelleer-:; ἡ πλαστικὴ τέχνη modelleerkunst Plat. Lg. 679a; περί... τῆς ἐν ταῖς μήτραις τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς aangaande de vorming van embryo’s in de baarmoeder Luc. 27.26; plastisch, vervormbaar, kneedbaar. Plat. Tim. 55e.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλαστικός]], ή, όν [[πλάσσω]]<br />fit for moulding, [[plastic]], αἱ πλ. τέχναι the [[plastic]] arts, Plat.
|mdlsjtxt=[[πλαστικός]], ή, όν [[πλάσσω]]<br />fit for moulding, [[plastic]], αἱ πλ. τέχναι the [[plastic]] arts, Plat.
}}
}}