περιοπτέος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br />qu’il faut observer : περιοπτέον [[ὅπως]] [[μή]] THC il faut veiller à ce que… ne.<br />'''Étymologie:''' [[περιοράω]].
|btext=α, ον :<br />qu’il faut observer : περιοπτέον [[ὅπως]] [[μή]] THC il faut veiller à ce que… ne.<br />'''Étymologie:''' [[περιοράω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιοπτέος''': , -ον, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[περιοράω]], ὃν δεῖ περιορᾶν, μετὰ μετοχ., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Ἡρόδ. 7. 168· ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π. γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον ὁ αὐτ. 5. 39. 2) περιοπτέον σφίσι, [[περιαθρητέον]], Θουκ. 8. 48. ΙΙ. περιοπτέον, πρέπει τις νὰ παραβλέπῃ ἢ νὰ ἀνέχηται, Ξεν. Λακ. 9. 5,
|elnltext=περιοπτέος -α -ον, adj. verb. van περιοράω, te verdragen, acceptabel:; φράζοντες ὡς οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη erop wijzend, dat zij niet zouden accepteren dat Griekenland ten onder ging Hdt. 7.168.1; n. περιοπτέον het moet geaccepteerd worden. om op te letten:. σφίσι... περιοπτέον εἶναι dat door hen in het oog moest worden gehouden Thuc. 8.48.4.
}}
{{elru
|elrutext='''περιοπτέος:''' [adj. verb. к [[περιοράω]]<br /><b class="num">1)</b> [[достойный пренебрежения]], [[недостойный внимания]], [[неважный]]: οὐ περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. нельзя допустить, чтобы Эллада погибла;<br /><b class="num">2)</b> [[требующий внимания]]: περιοπτέον [[τοῦτο]] [[μάλιστα]] [[ὅπως]] μὴ στασιάσωσιν Thuc. больше всего нужно следить за тем, чтобы не было раздоров.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιοπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[περιοράω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που μπορεί να παραβλέπεται ή να γίνεται [[ανεκτός]], με μτχ., οὔ [[σφι]] περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη, σε Ηρόδ.· με απαρ., [[ἡμῖν]] τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, [[γένος]] τὸ Εὐρυσθένεος [[γενέσθαι]] ἐξίτηλον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> παρακολουθούμαι ή προστατεύομαι [[εναντίον]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>περιοπτέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραβλέπει ή να ανέχεται, σε Ξεν.
|lsmtext='''περιοπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[περιοράω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που μπορεί να παραβλέπεται ή να γίνεται [[ανεκτός]], με μτχ., οὔ [[σφι]] περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη, σε Ηρόδ.· με απαρ., [[ἡμῖν]] τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, [[γένος]] τὸ Εὐρυσθένεος [[γενέσθαι]] ἐξίτηλον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> παρακολουθούμαι ή προστατεύομαι [[εναντίον]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>περιοπτέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραβλέπει ή να ανέχεται, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιοπτέος:''' [adj. verb. к [[περιοράω]]<br /><b class="num">1)</b> [[достойный пренебрежения]], [[недостойный внимания]], [[неважный]]: οὐ περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. нельзя допустить, чтобы Эллада погибла;<br /><b class="num">2)</b> [[требующий внимания]]: περιοπτέον [[τοῦτο]] [[μάλιστα]] [[ὅπως]] μὴ στασιάσωσιν Thuc. больше всего нужно следить за тем, чтобы не было раздоров.
|lstext='''περιοπτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[περιοράω]], ὃν δεῖ περιορᾶν, μετὰ μετοχ., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Ἡρόδ. 7. 168· ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π. γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον ὁ αὐτ. 5. 39. 2) περιοπτέον σφίσι, [[περιαθρητέον]], Θουκ. 8. 48. ΙΙ. περιοπτέον, πρέπει τις νὰ παραβλέπῃ ἢ νὰ ἀνέχηται, Ξεν. Λακ. 9. 5,
}}
{{elnl
|elnltext=περιοπτέος -α -ον, adj. verb. van περιοράω, te verdragen, acceptabel:; φράζοντες ὡς οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη erop wijzend, dat zij niet zouden accepteren dat Griekenland ten onder ging Hdt. 7.168.1; n. περιοπτέον het moet geaccepteerd worden. om op te letten:. σφίσι... περιοπτέον εἶναι dat door hen in het oog moest worden gehouden Thuc. 8.48.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-οπτέος, η, ον, verb. adj. of [[περιοράω]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[overlooked]] or suffered, c. [[part]]., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.; c. inf., [[ἡμῖν]] τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, [[γένος]] τὸ Εὐρυσθένεος [[γενέσθαι]] ἐξίτηλον Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to be watched or [[guarded]] [[against]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> περιοπτέον one must [[overlook]] or [[suffer]], Xen.
|mdlsjtxt=περι-οπτέος, η, ον, verb. adj. of [[περιοράω]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[overlooked]] or suffered, c. [[part]]., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.; c. inf., [[ἡμῖν]] τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, [[γένος]] τὸ Εὐρυσθένεος [[γενέσθαι]] ἐξίτηλον Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to be watched or [[guarded]] [[against]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> περιοπτέον one must [[overlook]] or [[suffer]], Xen.
}}
}}