πεῖραρ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>A. I.</b> terme, extrémité, fin ; τὰ πείρατα les extrémités de la terre, de la mer ; <i>particul.</i> extrémité d'un câble, bout d'une corde;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> but, terme, fin : [[πεῖραρ]] [[ἑλέσθαι]] IL atteindre le but, <i>càd</i> terminer une contestation;<br /><b>2</b> le plus haut point, l'extrémité, le dernier degré, le terme;<br /><b>3</b> point extrême d'une chose, partie essentielle;<br /><b>B.</b> ce qui donne à une chose son achèvement.<br />'''Étymologie:''' R. Περ, traverser ; cf. [[πέρα]], [[πέρας]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>A. I.</b> terme, extrémité, fin ; τὰ πείρατα les extrémités de la terre, de la mer ; <i>particul.</i> extrémité d'un câble, bout d'une corde;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> but, terme, fin : [[πεῖραρ]] [[ἑλέσθαι]] IL atteindre le but, <i>càd</i> terminer une contestation;<br /><b>2</b> le plus haut point, l'extrémité, le dernier degré, le terme;<br /><b>3</b> point extrême d'une chose, partie essentielle;<br /><b>B.</b> ce qui donne à une chose son achèvement.<br />'''Étymologie:''' R. Περ, traverser ; cf. [[πέρα]], [[πέρας]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πεῖραρ''': ἐν Πινδ. Ο. 2. 57 πεῖρας, -ᾰτος, τό· (ἴδε [[περάω]] Α)· - Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἀντὶ [[πέρας]], [[τέλος]], [[ἄκρον]], τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οὐδ’ εἴ κε τὰ νείατα πείραθ’ [[ἵκηαι]] γαίης καὶ πόντοιο Ἰλ. Θ. 478· ἐς [[Ἠλύσιον]] [[πεδίον]] καὶ π. γαίης Ὀδ. Δ. 463· ἐς π. Ὠκεανοῖο Λ. 13. 2) ἀπολ., πείρατα, τὰ [[ἄκρα]] [[σχοινίων]] (πρβλ. [[πειραίνω]]), ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] πείρατ’ [[ἀνήφθω]], «ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] πείρατα ἀνῆφθαι λέγει ἀντὶ τοῦ, τὰ πείρατα τῶν [[σχοινίων]] ἐνδεδέσθαι ἢ τοῦ Ὀδυσσέως ἢ [[ἐκεῖ]] περὶ τὴν ἱστοπέδην» (Εὐστ.), Ὀδ. Μ. 51, 162, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 129· μεταφορ., πολέμοιο ... [[πεῖραρ]] τάνυσσαν (ἴδε [[τανύω]] Ι. 3, [[ἐπαλλάσσω]] Ι) Ἰλ. Ν. 359. ΙΙ. τὸ [[τέλος]] [[ἀποτέλεσμα]] πράγματός τινος, [[ἄμφω]] δ’ ἱέσθην ἐπὶ ἵστορι [[πεῖραρ]] ἑλέσθαι, «ἀμφότεροι δὲ ἐβούλοντο ἐπὶ μάρτυρι [[πέρας]] λαβεῖν καὶ δικάσασθαι» (Θ. Γαζῆς), Σ. 501· ἐπὶ πείρατ’ ἀέθλων ἤλθομεν Πινδ. Π. 4. 391· ἑκάστου πείρατ’ ἔειπεν, «ἑκάστου [[τέλος]] ἐδήλωσεν, [[ἤγουν]] τὸ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἀποβησόμενον», (Σχ.) Ἰλ. Ψ. 350, πρβλ. [[συντανύω]]· - συχν. πλεοναστικῶς (ὡς τὸ [[τέλος]]), πείρατα νίκης, δηλ. [[νίκη]], Η. 102, πρβλ. Ἀρχίλ. 50· πείρατ’ ὀλέθρου, ὃ ἐστιν [[ὄλεθρος]], Ἰλ. Ζ. 143, Ὀδ. Χ. 33, κτλ.· [[πεῖραρ]] ὀϊζύος Ε. 289· πεῖρας θανάτου Πινδ. Ο. 2. 57. ΙΙ. ἐνεργ., τὸ ἀποπερατοῦν πρᾶγμά τι· [[ὅθεν]] τοῦ χρυσοχόου τὰ ἐργαλεῖα κατὰ τὸν Ὅμηρον καλοῦνται πείρατα τέχνης, ὅ ἐστι περατωτικά, δι’ ὧν ἡ χαλευτικὴ [[τέχνη]] τελειοποιεῖται, Ὀδ. Γ. 433, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 428, Ἀριστείδ. 2. 386.
|elnltext=πεῖραρ -ατος, τό ook πεῖρας, ep. lyr. meestal plur., (uit)einde, grens(lijn);; πολυφόρβου πείρατα γαίης de uiteinden van de vruchtbare aarde Il. 14.200; πείρατ’ ἀέθλων het einde van de inspanningen Od. 23.248; πτολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ’ ἀμφοτέροισι τάνυσσαν zij (de goden) spanden de grenslijn van de oorlog afwisselend bij beide partijen (d.w.z. de strijd golfde heen en weer) Il. 13.359; ὀλέθρου πείρατ’( α ) de grenzen van de ondergang Il 7.402; πεῖρας... θανάτου de grenslijn van de dood Pind. O. 2.31; νίκης πείρατα de grenzen van de overwinning (van de onzekere afloop v. e. gevecht) Il. 7.102; zelden van het eind van een touw:; ἐκ δ’ αὐτοῦ πείρατ’ ἀνήφθω daaraan (d.w.z. aan de mast) moeten de uiteinden bevestigd blijven Od. 12.51; uitbr. uitsluitsel, uiteindelijke beslissing:; ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι bij een scheidsrechter een (definitieve) beslissing verkrijgen Il. 18.501; ᾧ παιδὶ ἑκάστου πείρατ’ ἔειπε hij gaf zijn zoon uitsluitsel over elk detail Il. 23.350; overdr. einde, toppunt:. πείρατα τέχνης hoogtepunten van zijn vakmanschap Od. 3.433; ἐκφυγέειν μέγα πεῖραρ ὀιζύος te ontkomen aan het toppunt van ellende (d.w.z. de dood) Od. 5.289; πείρατα μύθων het uiteindelijke punt van mijn verhaal Emp. B 17.15.
}}
{{elru
|elrutext='''πεῖραρ:''' дор. [[πεῖρας]], ᾰτος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[граница]], [[предел]], [[рубеж]], [[край]], [[конец]] (πείρατα γαίης καὶ πόντοιο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[исход]], [[решение]] (πολέμοιο Hom.; ἀέθλων Pind.): π. [[ἑλέσθαι]] Hom. положить конец, кончить (спор); πείρατα νίκης Hom. победный исход, победа; πείρατ᾽ ὀλέθρου Hom. = [[ὄλεθρος]]; π. θανάτου Pind. = [[θάνατος]];<br /><b class="num">3)</b> [[важнейшее обстоятельство]], [[основная черта]], [[суть]]: ἑκάστου πείρατα [[εἰπεῖν]] τινι Hom. рассказать кому-л. суть всего;<br /><b class="num">4)</b> веревка, мор. конец: ἔκ τινος πείρατ᾽ ἀνάψαι Hom. привязать кого-л. веревкой;<br /><b class="num">5)</b> [[орудие для отделки]], [[инструмент]] (πείρατα τέχνης Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πεῖραρ:''' -ᾰτος, τό, ποιητ. αντί [[πέρας]]·<br /><b class="num">I.</b> [[τέλος]], [[συνήθως]] στον πληθ., <i>πείρατα γαίης</i>, τα πέρατα της γης, σε Όμηρ.· απόλ., <i>πείρατα</i>, τα [[άκρα]] ή ακροτελεύτιοι κόμποι σχοινιών, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. [[ἐπαλλάσσω]].<br /><b class="num">II.</b> [[τέλος]] ή [[κατάληξη]] ενός πράγματος, στο ίδ.· <i>ἑκάστου πείρατ' ἔειπεν</i>, για τα κύρια ή πρωταρχικά [[σημεία]], σε Ομήρ. Ιλ.· πλεοναστικά, πείρατα νίκης = [[νίκη]], πείρατ' ὀλέθρου = [[ὄλεθρος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> Ενεργ., αυτό που τελειοποιεί [[κάτι]], <i>πείρατα τέχνης</i>, τα φινιρίσματα της τέχνης (λέγεται για τα εργαλεία), σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πεῖραρ:''' -ᾰτος, τό, ποιητ. αντί [[πέρας]]·<br /><b class="num">I.</b> [[τέλος]], [[συνήθως]] στον πληθ., <i>πείρατα γαίης</i>, τα πέρατα της γης, σε Όμηρ.· απόλ., <i>πείρατα</i>, τα [[άκρα]] ή ακροτελεύτιοι κόμποι σχοινιών, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. [[ἐπαλλάσσω]].<br /><b class="num">II.</b> [[τέλος]] ή [[κατάληξη]] ενός πράγματος, στο ίδ.· <i>ἑκάστου πείρατ' ἔειπεν</i>, για τα κύρια ή πρωταρχικά [[σημεία]], σε Ομήρ. Ιλ.· πλεοναστικά, πείρατα νίκης = [[νίκη]], πείρατ' ὀλέθρου = [[ὄλεθρος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> Ενεργ., αυτό που τελειοποιεί [[κάτι]], <i>πείρατα τέχνης</i>, τα φινιρίσματα της τέχνης (λέγεται για τα εργαλεία), σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεῖραρ:''' дор. [[πεῖρας]], ᾰτος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[граница]], [[предел]], [[рубеж]], [[край]], [[конец]] (πείρατα γαίης καὶ πόντοιο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[исход]], [[решение]] (πολέμοιο Hom.; ἀέθλων Pind.): π. [[ἑλέσθαι]] Hom. положить конец, кончить (спор); πείρατα νίκης Hom. победный исход, победа; πείρατ᾽ ὀλέθρου Hom. = [[ὄλεθρος]]; π. θανάτου Pind. = [[θάνατος]];<br /><b class="num">3)</b> [[важнейшее обстоятельство]], [[основная черта]], [[суть]]: ἑκάστου πείρατα [[εἰπεῖν]] τινι Hom. рассказать кому-л. суть всего;<br /><b class="num">4)</b> веревка, мор. конец: ἔκ τινος πείρατ᾽ ἀνάψαι Hom. привязать кого-л. веревкой;<br /><b class="num">5)</b> [[орудие для отделки]], [[инструмент]] (πείρατα τέχνης Hom.).
|lstext='''πεῖραρ''': ἐν Πινδ. Ο. 2. 57 πεῖρας, -ᾰτος, τό· (ἴδε [[περάω]] Α)· - Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἀντὶ [[πέρας]], [[τέλος]], [[ἄκρον]], τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οὐδ’ εἴ κε τὰ νείατα πείραθ’ [[ἵκηαι]] γαίης καὶ πόντοιο Ἰλ. Θ. 478· ἐς [[Ἠλύσιον]] [[πεδίον]] καὶ π. γαίης Ὀδ. Δ. 463· ἐς π. Ὠκεανοῖο Λ. 13. 2) ἀπολ., πείρατα, τὰ [[ἄκρα]] [[σχοινίων]] (πρβλ. [[πειραίνω]]), ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] πείρατ’ [[ἀνήφθω]], «ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] πείρατα ἀνῆφθαι λέγει ἀντὶ τοῦ, τὰ πείρατα τῶν [[σχοινίων]] ἐνδεδέσθαι ἢ τοῦ Ὀδυσσέως ἢ [[ἐκεῖ]] περὶ τὴν ἱστοπέδην» (Εὐστ.), Ὀδ. Μ. 51, 162, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 129· μεταφορ., πολέμοιο ... [[πεῖραρ]] τάνυσσαν (ἴδε [[τανύω]] Ι. 3, [[ἐπαλλάσσω]] Ι) Ἰλ. Ν. 359. ΙΙ. τὸ [[τέλος]] ἢ [[ἀποτέλεσμα]] πράγματός τινος, [[ἄμφω]] δ’ ἱέσθην ἐπὶ ἵστορι [[πεῖραρ]] ἑλέσθαι, «ἀμφότεροι δὲ ἐβούλοντο ἐπὶ μάρτυρι [[πέρας]] λαβεῖν καὶ δικάσασθαι» (Θ. Γαζῆς), Σ. 501· ἐπὶ πείρατ’ ἀέθλων ἤλθομεν Πινδ. Π. 4. 391· ἑκάστου πείρατ’ ἔειπεν, «ἑκάστου [[τέλος]] ἐδήλωσεν, [[ἤγουν]] τὸ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἀποβησόμενον», (Σχ.) Ἰλ. Ψ. 350, πρβλ. [[συντανύω]]· - συχν. πλεοναστικῶς (ὡς τὸ [[τέλος]]), πείρατα νίκης, δηλ. [[νίκη]], Η. 102, πρβλ. Ἀρχίλ. 50· πείρατ’ ὀλέθρου, ὃ ἐστιν [[ὄλεθρος]], Ἰλ. Ζ. 143, Ὀδ. Χ. 33, κτλ.· [[πεῖραρ]] ὀϊζύος Ε. 289· πεῖρας θανάτου Πινδ. Ο. 2. 57. ΙΙ. ἐνεργ., τὸ ἀποπερατοῦν πρᾶγμά τι· [[ὅθεν]] τοῦ χρυσοχόου τὰ ἐργαλεῖα κατὰ τὸν Ὅμηρον καλοῦνται πείρατα τέχνης, ὅ ἐστι περατωτικά, δι’ ὧν ἡ χαλευτικὴ [[τέχνη]] τελειοποιεῖται, Ὀδ. Γ. 433, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 428, Ἀριστείδ. 2. 386.
}}
{{elnl
|elnltext=πεῖραρ -ατος, τό ook πεῖρας, ep. lyr. meestal plur., (uit)einde, grens(lijn);; πολυφόρβου πείρατα γαίης de uiteinden van de vruchtbare aarde Il. 14.200; πείρατ’ ἀέθλων het einde van de inspanningen Od. 23.248; πτολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ’ ἀμφοτέροισι τάνυσσαν zij (de goden) spanden de grenslijn van de oorlog afwisselend bij beide partijen (d.w.z. de strijd golfde heen en weer) Il. 13.359; ὀλέθρου πείρατ’( α ) de grenzen van de ondergang Il 7.402; πεῖρας... θανάτου de grenslijn van de dood Pind. O. 2.31; νίκης πείρατα de grenzen van de overwinning (van de onzekere afloop v. e. gevecht) Il. 7.102; zelden van het eind van een touw:; ἐκ δ’ αὐτοῦ πείρατ’ ἀνήφθω daaraan (d.w.z. aan de mast) moeten de uiteinden bevestigd blijven Od. 12.51; uitbr. uitsluitsel, uiteindelijke beslissing:; ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι bij een scheidsrechter een (definitieve) beslissing verkrijgen Il. 18.501; ᾧ παιδὶ ἑκάστου πείρατ’ ἔειπε hij gaf zijn zoon uitsluitsel over elk detail Il. 23.350; overdr. einde, toppunt:. πείρατα τέχνης hoogtepunten van zijn vakmanschap Od. 3.433; ἐκφυγέειν μέγα πεῖραρ ὀιζύος te ontkomen aan het toppunt van ellende (d.w.z. de dood) Od. 5.289; πείρατα μύθων het uiteindelijke punt van mijn verhaal Emp. B 17.15.
}}
}}
{{etym
{{etym