προαναιρέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προαναιρήσω, <i>ao.2</i> προανεῖλον, <i>etc.</i><br />emporter <i>ou</i> anéantir auparavant, acc. ; <i>fig.</i> réfuter d'avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀναιρέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προαναιρήσω, <i>ao.2</i> προανεῖλον, <i>etc.</i><br />emporter <i>ou</i> anéantir auparavant, acc. ; <i>fig.</i> réfuter d'avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀναιρέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προαναιρέω''': ἀφαιρῶ ἐκ τοῦ μέσου πρότερον, ἢν μή με προανέλῃ τὸ [[γῆρας]] Ἰσοκρ. 239Ε· τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως Δημ. 398 ἐν τέλ.· ἃ ἐροῦσι προανελών, προαναιρέσας ὅσα ἔμελλον νὰ εἴπωσιν, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 17, 14· τὸν ἀνταγωνιστὴν πρ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 25, κτλ. ― Μέσ., [[λαμβάνω]], πιάνω πρῶτος, τὴν σφαῖραν Πολυδ. Θ΄, 104.
|elnltext=προ-αναιρέω van tevoren wegnemen; Dem. 19.183; van uitspraken van tevoren weerleggen; van pers. van tevoren uit de weg ruimen.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰναιρέω:''' (aor. 2 προανεῖλον)<br /><b class="num">1)</b> [[заранее уничтожать]], [[похищать]], [[губить]] (τινα Isocr., Plut., Luc.); заранее расточать (τοὺς χρόνους Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[заранее опровергать]]: ἃ ἐροῦσι προανελών Arst. предвосхитив в своем возражении то, что они могли сказать.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαναιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ανεῖλον</i>· [[απομακρύνω]] από [[πριν]], [[αναιρώ]] εκ των προτέρων, [[αποσύρω]] προκαταβολικά, σε Δημ.· [[αναιρώ]] όσα σκόπευα να πω εξαιτίας μιας πρόβλεψης, σε Αριστ.
|lsmtext='''προαναιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ανεῖλον</i>· [[απομακρύνω]] από [[πριν]], [[αναιρώ]] εκ των προτέρων, [[αποσύρω]] προκαταβολικά, σε Δημ.· [[αναιρώ]] όσα σκόπευα να πω εξαιτίας μιας πρόβλεψης, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προᾰναιρέω:''' (aor. 2 προανεῖλον)<br /><b class="num">1)</b> [[заранее уничтожать]], [[похищать]], [[губить]] (τινα Isocr., Plut., Luc.); заранее расточать (τοὺς χρόνους Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[заранее опровергать]]: ἃ ἐροῦσι προανελών Arst. предвосхитив в своем возражении то, что они могли сказать.
|lstext='''προαναιρέω''': ἀφαιρῶ ἐκ τοῦ μέσου πρότερον, ἢν μή με προανέλῃ τὸ [[γῆρας]] Ἰσοκρ. 239Ε· τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως Δημ. 398 ἐν τέλ.· ἃ ἐροῦσι προανελών, προαναιρέσας ὅσα ἔμελλον νὰ εἴπωσιν, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 17, 14· τὸν ἀνταγωνιστὴν πρ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 25, κτλ. ― Μέσ., [[λαμβάνω]], πιάνω πρῶτος, τὴν σφαῖραν Πολυδ. Θ΄, 104.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-αναιρέω van tevoren wegnemen; Dem. 19.183; van uitspraken van tevoren weerleggen; van pers. van tevoren uit de weg ruimen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω aor2 -ανεῖλον<br />to [[take]] [[away]] [[before]], Dem.: to [[refute]] by [[anticipation]], Arist.
|mdlsjtxt=fut. ήσω aor2 -ανεῖλον<br />to [[take]] [[away]] [[before]], Dem.: to [[refute]] by [[anticipation]], Arist.
}}
}}