προσθιγγάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προσθίξομαι, <i>ao.2</i> προσέθιγον;<br />toucher à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[θιγγάνω]].
|btext=<i>f.</i> προσθίξομαι, <i>ao.2</i> προσέθιγον;<br />toucher à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[θιγγάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσθιγγάνω''': μέλλ. -ίξομαι, [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]], τινος Σοφ. Φιλ. 9, Εὐρ. Ι. Α. 339· εἰ δὲ τῶνδε προσθίξει (κοινῶν -εις) χερί, τῇ χειρί, Εὐρ. Ἡρακλ. 652, [[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.· ἀπολ., προσθιγών, Αἰσχύλ. Χο. 1059, πρβλ. Σοφ. Φ. 917.
|elnltext=προσ-θιγγάνω, aor. προσέθῐγον, aanraken, met gen.: πρόσθιγέ νύν μου pak mij nu vast Soph. OC 173; ἡμῖν οὐ... θυμάτων παρῆν ἑκήλοις προσθιγεῖν wij konden wij niet rustig offers aanvatten Soph. Ph. 9.
}}
{{elru
|elrutext='''προσθιγγάνω:''' (fut. προσθίξομαι, aor. 2 προσέθιγον) прикасаться, дотрагиваться (τινός Aesch., Soph.; χερί τινος Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσθιγγάνω:''' μέλ. -[[θίξομαι]]· αόρ. βʹ <i>-έθῐγον</i>, [[αγγίζω]], <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., <i>προσθιγών</i>, με το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσθιγγάνω:''' μέλ. -[[θίξομαι]]· αόρ. βʹ <i>-έθῐγον</i>, [[αγγίζω]], <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., <i>προσθιγών</i>, με το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσθιγγάνω:''' (fut. προσθίξομαι, aor. 2 προσέθιγον) прикасаться, дотрагиваться (τινός Aesch., Soph.; χερί τινος Eur.).
|lstext='''προσθιγγάνω''': μέλλ. -ίξομαι, [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]], τινος Σοφ. Φιλ. 9, Εὐρ. Ι. Α. 339· εἰ δὲ τῶνδε προσθίξει (κοινῶν -εις) χερί, τῇ χειρί, Εὐρ. Ἡρακλ. 652, [[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.· ἀπολ., προσθιγών, Αἰσχύλ. Χο. 1059, πρβλ. Σοφ. Φ. 917.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-θιγγάνω, aor. προσέθῐγον, aanraken, met gen.: πρόσθιγέ νύν μου pak mij nu vast Soph. OC 173; ἡμῖν οὐ... θυμάτων παρῆν ἑκήλοις προσθιγεῖν wij konden wij niet rustig offers aanvatten Soph. Ph. 9.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[θίξομαι]] aor2 -έθῐγον<br />to [[touch]], τινός Soph., Eur.; absol., προσθιγών by his [[touch]], Aesch.
|mdlsjtxt=fut. -[[θίξομαι]] aor2 -έθῐγον<br />to [[touch]], τινός Soph., Eur.; absol., προσθιγών by his [[touch]], Aesch.
}}
}}