προσχρῄζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> avoir en outre besoin de, gén.;<br /><b>2</b> demander en outre : τινός, qch ; avec un inf. : demander à, chercher à : τινος πείθεσθαί τινι HDT demander à qqn d'obéir à un autre <i>ou</i> de suivre les conseils d'un autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χρῄζω]].
|btext=<b>1</b> avoir en outre besoin de, gén.;<br /><b>2</b> demander en outre : τινός, qch ; avec un inf. : demander à, chercher à : τινος πείθεσθαί τινι HDT demander à qqn d'obéir à un autre <i>ou</i> de suivre les conseils d'un autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χρῄζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσχρῄζω''': μέλλ. -ῄσω· Ἰων. -χρηίζω· μέλλ. ηίσω. Ἔχω χρείαν [[προσέτι]] χρειάζομαι ἐπὶ πλέον, μετὰ γεν., τυρρανίδος οὐδεμιῆς πρ. Ἡρόδ. 5. 11, πρβλ. 18· οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Σοφ. Φιλ. 1055· μετὰ γεν. προσ. καὶ ἀπαρ., προσχρηίζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ἀπαιτῶ παρ’ ὑμῶν νὰ ὑπακούητε..., Ἡρόδ. 8. 140, 2· μετὰ μόνου ἀπαρ., τί προσχρῄζων μαθεῖν; Σοφ. Ο. Τ. 1155, πρβλ. Ο. Κ. 1168· οὕτω παρὰ ποιηταῖς, [[ὅταν]] συντάσσηται μετὰ μόνου ἀπαρ., δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρ., πεύσεσθε πᾶν [[ὅπερ]] προχρῄζετε (ἐξυπ. πυθέσθαι) Αἰσχύλ. Πρ. 641, πρβλ. 787, Σοφ. Ο. Κ. 520, 1160, 1202.
|elnltext=προσ-χρῄζω, Ion. προσχρηίζω erbij nodig hebben, met gen.:; οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν wij hebben jou er helemaal niet bij nodig Soph. Ph. 1055; verlangen; met acc..; ὅσον σὺ προσχρῄζεις alles wat je verlangt Soph. OC 520; met gen. en inf..; προσχρηίζω δὲ ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ ik verlang van jullie dat jullie Mardonius gehoorzamen Hdt. 8.140.β1; met inf.. τί προσχρῇζεις μαθεῖν; wat wil je te weten komen? Soph. OT 1155.
}}
{{elru
|elrutext='''προσχρῄζω:''' ион. [[προσχρηΐζω]]<br /><b class="num">1)</b> [[хотеть]], [[желать]]: [[ἐπείτε]] προσχρηΐζετε τούτων Her. поскольку вы этого желаете; τί προσχρῄζων [[μαθεῖν]]; Soph. что ты хочешь узнать?;<br /><b class="num">2)</b> [[просить]], [[требовать]] ([[προσχρηΐζω]] [[ὑμέων]] πείθεσθαι Μαρδονίῳ Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[нуждаться]] (οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσχρῄζω:''' μέλ. <i>-ῄσω</i>, Ιων. -χρηΐζω, μέλ. <i>-ηΐσω</i>· [[χρειάζομαι]] [[επιπλέον]], με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν. προσ. και απαρ., προσχρηΐζω [[ὑμέων]] πείθεσθαι, [[απαιτώ]] να υπακούετε, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, τίπροσχρῄζων [[μαθεῖν]]; σε Σοφ.· [[πᾶν]] [[ὅπερ]] προσχρῄζετε (ενν. [[πυθέσθαι]]), σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσχρῄζω:''' μέλ. <i>-ῄσω</i>, Ιων. -χρηΐζω, μέλ. <i>-ηΐσω</i>· [[χρειάζομαι]] [[επιπλέον]], με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν. προσ. και απαρ., προσχρηΐζω [[ὑμέων]] πείθεσθαι, [[απαιτώ]] να υπακούετε, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, τίπροσχρῄζων [[μαθεῖν]]; σε Σοφ.· [[πᾶν]] [[ὅπερ]] προσχρῄζετε (ενν. [[πυθέσθαι]]), σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσχρῄζω:''' ион. [[προσχρηΐζω]]<br /><b class="num">1)</b> [[хотеть]], [[желать]]: [[ἐπείτε]] προσχρηΐζετε τούτων Her. поскольку вы этого желаете; τί προσχρῄζων [[μαθεῖν]]; Soph. что ты хочешь узнать?;<br /><b class="num">2)</b> [[просить]], [[требовать]] ([[προσχρηΐζω]] [[ὑμέων]] πείθεσθαι Μαρδονίῳ Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[нуждаться]] (οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Soph.).
|lstext='''προσχρῄζω''': μέλλ. -ῄσω· Ἰων. -χρηίζω· μέλλ. ηίσω. Ἔχω χρείαν [[προσέτι]] χρειάζομαι ἐπὶ πλέον, μετὰ γεν., τυρρανίδος οὐδεμιῆς πρ. Ἡρόδ. 5. 11, πρβλ. 18· οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Σοφ. Φιλ. 1055· μετὰ γεν. προσ. καὶ ἀπαρ., προσχρηίζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ἀπαιτῶ παρ’ ὑμῶν νὰ ὑπακούητε..., Ἡρόδ. 8. 140, 2· μετὰ μόνου ἀπαρ., τί προσχρῄζων μαθεῖν; Σοφ. Ο. Τ. 1155, πρβλ. Ο. Κ. 1168· οὕτω παρὰ ποιηταῖς, [[ὅταν]] συντάσσηται μετὰ μόνου ἀπαρ., δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρ., πεύσεσθε πᾶν [[ὅπερ]] προχρῄζετε (ἐξυπ. πυθέσθαι) Αἰσχύλ. Πρ. 641, πρβλ. 787, Σοφ. Ο. Κ. 520, 1160, 1202.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-χρῄζω, Ion. προσχρηίζω erbij nodig hebben, met gen.:; οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν wij hebben jou er helemaal niet bij nodig Soph. Ph. 1055; verlangen; met acc..; ὅσον σὺ προσχρῄζεις alles wat je verlangt Soph. OC 520; met gen. en inf..; προσχρηίζω δὲ ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ ik verlang van jullie dat jullie Mardonius gehoorzamen Hdt. 8.140.β1; met inf.. τί προσχρῇζεις μαθεῖν; wat wil je te weten komen? Soph. OT 1155.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ῄσω ionic -χρηίζω fut. -ηίσω<br />to [[require]] or [[desire]] [[besides]], c. gen., Hdt., Soph.: c. gen. pers. et inf., προσχρηίζω [[ὑμέων]] πείθεσθαι I [[request]] you to [[obey]], Hdt.; c. inf. only, τί προσχρῄζων [[μαθεῖν]]; Soph.; πᾶν [[ὅπερ]] προσχρῄζετε (sc. πυθέσθαἰ Aesch.
|mdlsjtxt=fut. ῄσω ionic -χρηίζω fut. -ηίσω<br />to [[require]] or [[desire]] [[besides]], c. gen., Hdt., Soph.: c. gen. pers. et inf., προσχρηίζω [[ὑμέων]] πείθεσθαι I [[request]] you to [[obey]], Hdt.; c. inf. only, τί προσχρῄζων [[μαθεῖν]]; Soph.; πᾶν [[ὅπερ]] προσχρῄζετε (sc. πυθέσθαἰ Aesch.
}}
}}