σκίμπτομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>c.</i> [[σκήπτω]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκίπων]].
|btext=<i>c.</i> [[σκήπτω]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκίπων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκίμπτομαι''': σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ [[ῥῆγμα]]] ἐς τὴν [[φλέβα]] σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι».
|elnltext=σκίμπτομαι [~ σκίπων?] stevig neerzetten. Pind.
}}
{{elru
|elrutext='''σκίμπτομαι:''' [[упирать]], [[нажимать]] ([[ἄροτρον]] Pind.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκίμπτομαι:''' = <i>σκήπτομαι</i>, [[ισχυρίζομαι]], διατείνομαι, [[προφασίζομαι]], επικαλούμαι, σε Πίνδ.
|lsmtext='''σκίμπτομαι:''' = <i>σκήπτομαι</i>, [[ισχυρίζομαι]], διατείνομαι, [[προφασίζομαι]], επικαλούμαι, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκίμπτομαι:''' [[упирать]], [[нажимать]] ([[ἄροτρον]] Pind.).
|lstext='''σκίμπτομαι''': σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ [[ῥῆγμα]]] ἐς τὴν [[φλέβα]] σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι».
}}
{{elnl
|elnltext=σκίμπτομαι [~ σκίπων?] stevig neerzetten. Pind.
}}
}}
{{etym
{{etym