στέρνον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><b>I. 1</b> poitrine de l'homme et de la femme;<br /><b>2</b> poitrail des chevaux, des brebis;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> poitrine comme siège du cœur, des sentiments, des affections ; cœur.<br />'''Étymologie:''' R. Στερ, étendre, déployer ; v. [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]], <i>lat.</i> sterno.
|btext=ου (τό) :<br /><b>I. 1</b> poitrine de l'homme et de la femme;<br /><b>2</b> poitrail des chevaux, des brebis;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> poitrine comme siège du cœur, des sentiments, des affections ; cœur.<br />'''Étymologie:''' R. Στερ, étendre, déployer ; v. [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]], <i>lat.</i> sterno.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στέρνον''': τό, τὸ [[στῆθος]], τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] τοῦ θώρακος (τοῦ σώματος), συχν. παρ’ Ὁμ. ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.· καὶ ἀείποτε παρ’ αὐτῷ ἐπὶ ἀρρένων (τὸ δὲ [[στῆθος]] ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν φύλων), [[βάλε]] δουρὶ [[στέρνον]] [[ὑπὲρ]] μαζοῖο Ἰλ. Δ. 528, κτλ.· [[κρήδεμνον]] [[ὑπὲρ]] στέρνοιο τανύσσαι Ὀδ. Ε. 346, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 127, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 26· καὶ ἐν τῷ πληθ., εὐρύτερος δ’ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν Ἰλ. Γ. 194· ἐν δέ τέ οἱ [[κραδίη]] .. στέρνοισι πατάσσει Ν. 282· στέρνα λαχνάεντα Πινδ. Π. 1. 34· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Ν. 365, 508· καὶ ἐπὶ προβάτων, Ὀδ. Ι. 443· - παρὰ Τραγικ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ γυναικῶν, ἐν τῷ ἑνικῷ, Σοφ. Τρ. 482, Εὐρ. Ἑκάβ. 563· ἐν τῷ πληθ., μαστούς τ’ ἔδειξε στέρνα θ΄ [[αὐτόθι]] 560· στέρνων πληγαί, ὡς τὸ Λατ. pl…ctus, Σοφ. Ἠλ. 90· ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 632· στέρν’ ἄρασσε Αἰσχύλ. Πέρσ. 1054· πρβλ. [[στερνοτυπής]]· - ὁ Ξεν. χρῆται τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου, Κύρ. 1. 2, 13· παίσας εἰς τὰ στέρνα .. παῖδα [[αὐτόθι]] 4. 6, 4. 2) παρὰ Τραγικ. [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[στῆθος]], στήθεα, θεωρουμένου τοῦ στήθους ὡς ἕδρας τῶν διαθέσεων καὶ ὁρμῶν, [[οἷον]] ἡ «καρδιά», ἀνδρῶν γὰρ ἐσθλῶν [[στέρνον]] οὐ μαλάσσεται Σοφ. Ἀποσπ. 203· τὸ σὸν μὴ στ. ἀλγύνοιμι [[αὐτόθι]] 482· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα Αἰσχύλ. Χο. 746, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 792· οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν, οὕτω πρέπει νὰ αἰσθάνηταί τις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 639· στέρνοις ἐγκαταθέσθαι τι Σοφ. Ο. Κ. 487. ΙΙ. μεταφορ., στέρνα γῆς, [[χώρα]] εὐρεῖα καὶ [[ἠρέμα]] ἐξογκουμένη, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. [[στερνοῦχος]]. 2) ὑπὸ στέρνοισι καμίνου, ἐν τῷ κέντρῳ αὐτῆς, Νικ. Θηρ. 924. - Τὴν λέξιν ὀλίγον μεταχειρίζονται οἱ πεζογράφοι πλὴν τοῦ Ξενοφ.
|elnltext=στέρνον -ου, τό [~ στόρνυμι] borst, ook plur. τὰ στέρνα borst:. στέρν’ ἄρνασσε beuk op uw borst Aeschl. Pers. 1054. overdr. borst (als zetel van gevoelens), hart:. Ἄρη... ἐν στέρνοις ἔχει hij heeft Ares in zijn borst (d.w.z. hij is krijgshaftig) Eur. Phoen. 134; οὕτω... χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν zo moet je innerlijke instelling zijn Soph. Ant. 639; ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσθαι τὸν ἱκέτην met een welwillend hart de smekeling ontvangen Soph. OC 487.
}}
{{elru
|elrutext='''στέρνον:''' τό тж. pl. грудь Hom., Trag., Xen. etc.: στέρνων πληγαί Soph. удары в грудь (в знак скорби); [[Ἄρην]] Αἰτωλὸν ἐν στέρνοις ἔχειν Eur. иметь в груди воинственный дух этолийцев; [[οὕτω]] χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Soph. вот какими чувствами должна быть переполнена грудь.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''στέρνον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[στήθος]], μπροστινό [[μέρος]] του θώρακα, τόσο σε ενικ. όσο και σε πληθ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήθος]] ως [[έδρα]] των συναισθημάτων και των διαθέσεων, [[καρδιά]], σε Τραγ.
|lsmtext='''στέρνον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[στήθος]], μπροστινό [[μέρος]] του θώρακα, τόσο σε ενικ. όσο και σε πληθ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήθος]] ως [[έδρα]] των συναισθημάτων και των διαθέσεων, [[καρδιά]], σε Τραγ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στέρνον:''' τό тж. pl. грудь Hom., Trag., Xen. etc.: στέρνων πληγαί Soph. удары в грудь (в знак скорби); [[Ἄρην]] Αἰτωλὸν ἐν στέρνοις ἔχειν Eur. иметь в груди воинственный дух этолийцев; [[οὕτω]] χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Soph. вот какими чувствами должна быть переполнена грудь.
|lstext='''στέρνον''': τό, τὸ [[στῆθος]], τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] τοῦ θώρακος (τοῦ σώματος), συχν. παρ’ Ὁμ. ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.· καὶ ἀείποτε παρ’ αὐτῷ ἐπὶ ἀρρένων (τὸ δὲ [[στῆθος]] ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν φύλων), [[βάλε]] δουρὶ [[στέρνον]] [[ὑπὲρ]] μαζοῖο Ἰλ. Δ. 528, κτλ.· [[κρήδεμνον]] [[ὑπὲρ]] στέρνοιο τανύσσαι Ὀδ. Ε. 346, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 127, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 26· καὶ ἐν τῷ πληθ., εὐρύτερος δ’ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν Ἰλ. Γ. 194· ἐν δέ τέ οἱ [[κραδίη]] .. στέρνοισι πατάσσει Ν. 282· στέρνα λαχνάεντα Πινδ. Π. 1. 34· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Ν. 365, 508· καὶ ἐπὶ προβάτων, Ὀδ. Ι. 443· - παρὰ Τραγικ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ γυναικῶν, ἐν τῷ ἑνικῷ, Σοφ. Τρ. 482, Εὐρ. Ἑκάβ. 563· ἐν τῷ πληθ., μαστούς τ’ ἔδειξε στέρνα θ΄ [[αὐτόθι]] 560· στέρνων πληγαί, ὡς τὸ Λατ. pl…ctus, Σοφ. Ἠλ. 90· ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 632· στέρν’ ἄρασσε Αἰσχύλ. Πέρσ. 1054· πρβλ. [[στερνοτυπής]]· - ὁ Ξεν. χρῆται τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου, Κύρ. 1. 2, 13· παίσας εἰς τὰ στέρνα .. παῖδα [[αὐτόθι]] 4. 6, 4. 2) παρὰ Τραγικ. [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[στῆθος]], στήθεα, θεωρουμένου τοῦ στήθους ὡς ἕδρας τῶν διαθέσεων καὶ ὁρμῶν, [[οἷον]] ἡ «καρδιά», ἀνδρῶν γὰρ ἐσθλῶν [[στέρνον]] οὐ μαλάσσεται Σοφ. Ἀποσπ. 203· τὸ σὸν μὴ στ. ἀλγύνοιμι [[αὐτόθι]] 482· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα Αἰσχύλ. Χο. 746, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 792· οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν, οὕτω πρέπει νὰ αἰσθάνηταί τις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 639· στέρνοις ἐγκαταθέσθαι τι Σοφ. Ο. Κ. 487. ΙΙ. μεταφορ., στέρνα γῆς, [[χώρα]] εὐρεῖα καὶ [[ἠρέμα]] ἐξογκουμένη, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. [[στερνοῦχος]]. 2) ὑπὸ στέρνοισι καμίνου, ἐν τῷ κέντρῳ αὐτῆς, Νικ. Θηρ. 924. - Τὴν λέξιν ὀλίγον μεταχειρίζονται οἱ πεζογράφοι πλὴν τοῦ Ξενοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=στέρνον -ου, τό [~ στόρνυμι] borst, ook plur. τὰ στέρνα borst:. στέρν’ ἄρνασσε beuk op uw borst Aeschl. Pers. 1054. overdr. borst (als zetel van gevoelens), hart:. Ἄρη... ἐν στέρνοις ἔχει hij heeft Ares in zijn borst (d.w.z. hij is krijgshaftig) Eur. Phoen. 134; οὕτω... χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν zo moet je innerlijke instelling zijn Soph. Ant. 639; ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσθαι τὸν ἱκέτην met een welwillend hart de smekeling ontvangen Soph. OC 487.
}}
}}
{{etym
{{etym