σίνομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=v. [[σίνω]].
|btext=v. [[σίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σίνομαι''': Αἰολ. σίννομαι Σαπφὼ 14· β΄ ἑνικ. σίνηαι Ὀδ. Μ. 139· Ἰων. παρατ. σινέσκετο, -οντο Ἡσ. Ἀποσπ. 137 Marksch., Ὀδ. Ζ. 6· ― μέλλ. σινήσομαι Ἱππ. 610. 10· ― ἀορ. γ΄ πληθ. ἐσίναντο Ἡρόδ. 8. 31, -έατο 7. 147· ― τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν τύπον [[σινέομαι]] ἐν Ἡροδ. 4. 123., 5. 81, κτλ., Ἱππ. 500. 47 κἑξ., 510. 52· ἀλλὰ ὁ [[τύπος]] [[σίνομαι]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] παρ’ Ὁμ., καὶ πιθανῶς διορθωτέον [[οὕτως]] ἁπανταχοῦ, ἴδε Δινδ. Διάλ. Ἡροδ. σ. xlii· - τὸ ἐνεργ. σίνω δὲν ἀπαντᾷ (εἰμὴ παρὰ Γαληνῷ). ἀλλὰ τὸ [[σίνομαι]] κεῖται ὡς παθ. ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 212. (Ἐκ τῆς √ΣΙΝ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σίνος, σίνις, σίντωρ, Σίντιες, Σίνων, σινάμωρος). [ῑ παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ μεταγεν. Ἐπικ.· ἀλλὰ ῐ ἐν τῷ [[ἀσινής]]· καὶ ὁ Αἰσχύλ. δὲ καὶ ὁ Σοφ. ἔχουσι [[σίνος]], [[σίνις]] μετὰ ῐ]. Ι. [[βλάπτω]], [[ἐπιφέρω]] βλάβην ἢ ζημίαν εἴς τινα, παρ’ Ὁμήρ., [[ὅστις]] ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ῥήματος μόνον ἐν τῇ Ὀδ. (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ, καὶ πρβλ. [[σίντης]]) ἐπὶ λῃστῶν, οἳ σφέας σινέσκοντο, ἐπὶ Κυκλώπων, οἱ ὁποῖοι ἐλῄστευον καὶ διήρπαζον τὰ τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Ζ. 6· ὅτε μοι σίνοιτό γ’ ἑταίρους, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, ἥτις κατέστρεψε τοὺς συντρόφους του, Μ. 114· εἰ δέ κε σίνηαι (ἐξυπακ. Ἠελίου βόας) Λ. 112, Μ. 139 (πρβλ. βόες ἀσινέες [[αὐτόθι]] 110)· [[οὕτως]], οὐ σινέσκετο καρπὸν Ἡσ. Ἀποσπ. 2. 3· καὶ παρὰ μεταγενεστ. Ἐπικ., [[ἀλώπηξ]] ... σινομένα τὰν τρώξιμον, διαρπάζουσα τὰς σταφυλάς, Θεόκρ. 1. 49· σ. ἔπαυλα καὶ ... ἄνδρας Ἀνθ. Π. 6. 272, πρβλ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 951, 1260, κτλ.· - οὕτω παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, [[διαρπάζω]], λαφυραγωγῶ, [[λῃστεύω]] χώραν, Ἡρόδ. 5. 74, 2., 6. 97, 2., 8. 31, 3· [[καταστρέφω]], [[φθείρω]] τὰ γεννήματα, ὁ αὐτ. 1. 17, 3., 4. 123, 1· [[οὕτως]] ἔν τινι Κρητικῇ ἐπιγραφῇ, αἱ δέ κα σίνηται [τοὺς καρπούς], ἀποτεισάτω τὰ ἐπιτίμια ὁ σινόμενος Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 28· ἔν τινι Δελφικῇ ἐπιγραφῇ, 1688. 42· ἔν τινι Σικελικῇ ἐπιγραφ. 5774. 81· σ. τὴν Μηδικὴν Ξεν. Κύρ. 5. 5, 4, πρβλ. 3. 3, 5· ἐὰν [[ὑποζύγιον]] ... σίνηταί τι τῶν [[πέλας]] Πλάτ. Νόμ. 936Ε. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐπιφέρω]] βλάβην, ὡς τὸ Ἀττ. [[βλάπτω]]· [[αἰδώς]], ἥ τ’ ἄνδρας μέγα σίνεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡσ. 316 (παρεμβάλλεται καὶ ἐν Ἰλ. Ω. 45, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.)· [ὁ [[κροκόδειλος]]] οὐδὲν σ. τὸν τροχίλον Ἡρ. 2. 68, 5· τὴν ἕδραν τοῦ ἵππου μὴ σ., νὰ μὴ βλάπτωνται τὰ ὀπίσθια [[αὐτοῦ]], Ξεν. Ἱππ. 12, 9· [[μάλιστα]] ἐν πολέμῳ, [[βλάπτω]], συνταράττω, σ. τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 5. 27, 2· τοὺς πολεμίους μέγα σ. ὁ αὐτ. 7. 147, 1, πρβλ. 9. 49. 2, Ξεν. Ἀν. 3. 4. 16· ἀντίθετον τῷ ὠφελεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 12. 5. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Ἰωνικὴ τὴν ἀρχὴν καὶ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς, καὶ ἐκ τῶν Ἀττικῶν πεζογράφων [[κυρίως]] ποιεῖται χρῆσιν αὐτῆς ὁ Ξενοφ.· ἀλλὰ πρβλ. [[σίνος]], [[σίνις]], Ἡσύχ.
|elnltext=σίνομαι, Ion. σινέομαι, praes. conj. 2 sing. σίνηαι, ep. iter. imperf. 3 plur. σινέσκοντο; Ion. inf. σινέεσθαι, part. σινεομένων, imperf. 3 sing. ἐσινέετο, 3 plur. ἐσινέοντο; aor. 3 plur. ἐσινέατο, beschadigen, kwaad doen:; αἰδώς, ἥ τ’ ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ’ ὀνίνησιν schaamte, die mannen grote schade toebrengt en ook voordeel Hes. Op. 318; ἐσίνοντο ἐπίοντες χώρους τῆς Ἀττικῆς bij hun invallen verwoestten zij streken van Attica Hdt. 5.74.2; milit. verliezen toebrengen:. τοὺς πολεμίους μέγα ἐσίναντο zij brachten grote verliezen toe aan de vijand Hdt. 7.147.1.
}}
{{elru
|elrutext='''σίνομαι:''' ион. [[σινέομαι|σῑνέομαι]], эол. [[σίννομαι]] (σῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[грабить]], [[разорять]] (τινα Hom.; χώραν Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[похищать]] (ἑταίρους τινί Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[повреждать]], [[ранить]] (τὴν ἕδραν τοῦ ἵππου Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[причинять вред]], [[наносить ущерб]] (τὸν στρατόν Her.): τοὺς πολεμίους [[μέγα]] σ. Her. причинить большой урон врагам.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σίνομαι:''' [ῑ], Επικ. βʹ ενικ. [[σίνηαι]]· Ιων. παρατ. <i>σινέσκετο</i>, <i>-οντο</i>· μέλ. <i>σινήσομαι</i>· γʹ πληθ. αορ. αʹ <i>ἐσίναντο</i>, Ιων. <i>-έατο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον [[βλάβη]] ή [[ζημιά]], [[βλάπτω]], [[λυμαίνομαι]], [[ληστεύω]], [[λεηλατώ]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καταστρέφω]], στο ίδ.· [[λεηλατώ]], [[λαφυραγωγώ]] ή [[ερημώνω]] μια [[χώρα]], [[αφανίζω]] ή [[καταστρέφω]] τις σοδειές, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[πλήττω]], [[βλάπτω]], [[ζημιώνω]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατά τον πόλεμο, [[τραυματίζω]], [[βασανίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''σίνομαι:''' [ῑ], Επικ. βʹ ενικ. [[σίνηαι]]· Ιων. παρατ. <i>σινέσκετο</i>, <i>-οντο</i>· μέλ. <i>σινήσομαι</i>· γʹ πληθ. αορ. αʹ <i>ἐσίναντο</i>, Ιων. <i>-έατο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον [[βλάβη]] ή [[ζημιά]], [[βλάπτω]], [[λυμαίνομαι]], [[ληστεύω]], [[λεηλατώ]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καταστρέφω]], στο ίδ.· [[λεηλατώ]], [[λαφυραγωγώ]] ή [[ερημώνω]] μια [[χώρα]], [[αφανίζω]] ή [[καταστρέφω]] τις σοδειές, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[πλήττω]], [[βλάπτω]], [[ζημιώνω]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατά τον πόλεμο, [[τραυματίζω]], [[βασανίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σίνομαι:''' ион. [[σινέομαι|σῑνέομαι]], эол. [[σίννομαι]] (σῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[грабить]], [[разорять]] (τινα Hom.; χώραν Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[похищать]] (ἑταίρους τινί Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[повреждать]], [[ранить]] (τὴν ἕδραν τοῦ ἵππου Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[причинять вред]], [[наносить ущерб]] (τὸν στρατόν Her.): τοὺς πολεμίους [[μέγα]] σ. Her. причинить большой урон врагам.
|lstext='''σίνομαι''': Αἰολ. σίννομαι Σαπφὼ 14· β΄ ἑνικ. σίνηαι Ὀδ. Μ. 139· Ἰων. παρατ. σινέσκετο, -οντο Ἡσ. Ἀποσπ. 137 Marksch., Ὀδ. Ζ. 6· ― μέλλ. σινήσομαι Ἱππ. 610. 10· ― ἀορ. γ΄ πληθ. ἐσίναντο Ἡρόδ. 8. 31, -έατο 7. 147· ― τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν τύπον [[σινέομαι]] ἐν Ἡροδ. 4. 123., 5. 81, κτλ., Ἱππ. 500. 47 κἑξ., 510. 52· ἀλλὰ ὁ [[τύπος]] [[σίνομαι]] [[εἶναι]] [[μόνος]] παρ’ Ὁμ., καὶ πιθανῶς διορθωτέον [[οὕτως]] ἁπανταχοῦ, ἴδε Δινδ. Διάλ. Ἡροδ. σ. xlii· - τὸ ἐνεργ. σίνω δὲν ἀπαντᾷ (εἰμὴ παρὰ Γαληνῷ). ἀλλὰ τὸ [[σίνομαι]] κεῖται ὡς παθ. ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 212. (Ἐκ τῆς √ΣΙΝ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σίνος, σίνις, σίντωρ, Σίντιες, Σίνων, σινάμωρος). [ῑ παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ μεταγεν. Ἐπικ.· ἀλλὰ ῐ ἐν τῷ [[ἀσινής]]· καὶ ὁ Αἰσχύλ. δὲ καὶ ὁ Σοφ. ἔχουσι [[σίνος]], [[σίνις]] μετὰ ῐ]. Ι. [[βλάπτω]], [[ἐπιφέρω]] βλάβην ἢ ζημίαν εἴς τινα, παρ’ Ὁμήρ., [[ὅστις]] ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ῥήματος μόνον ἐν τῇ Ὀδ. (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ, καὶ πρβλ. [[σίντης]]) ἐπὶ λῃστῶν, οἳ σφέας σινέσκοντο, ἐπὶ Κυκλώπων, οἱ ὁποῖοι ἐλῄστευον καὶ διήρπαζον τὰ τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Ζ. 6· ὅτε μοι σίνοιτό γ’ ἑταίρους, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, ἥτις κατέστρεψε τοὺς συντρόφους του, Μ. 114· εἰ δέ κε σίνηαι (ἐξυπακ. Ἠελίου βόας) Λ. 112, Μ. 139 (πρβλ. βόες ἀσινέες [[αὐτόθι]] 110)· [[οὕτως]], οὐ σινέσκετο καρπὸν Ἡσ. Ἀποσπ. 2. 3· καὶ παρὰ μεταγενεστ. Ἐπικ., [[ἀλώπηξ]] ... σινομένα τὰν τρώξιμον, διαρπάζουσα τὰς σταφυλάς, Θεόκρ. 1. 49· σ. ἔπαυλα καὶ ... ἄνδρας Ἀνθ. Π. 6. 272, πρβλ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 951, 1260, κτλ.· - οὕτω παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, [[διαρπάζω]], λαφυραγωγῶ, [[λῃστεύω]] χώραν, Ἡρόδ. 5. 74, 2., 6. 97, 2., 8. 31, 3· [[καταστρέφω]], [[φθείρω]] τὰ γεννήματα, ὁ αὐτ. 1. 17, 3., 4. 123, 1· [[οὕτως]] ἔν τινι Κρητικῇ ἐπιγραφῇ, αἱ δέ κα σίνηται [τοὺς καρπούς], ἀποτεισάτω τὰ ἐπιτίμια ὁ σινόμενος Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 28· ἔν τινι Δελφικῇ ἐπιγραφῇ, 1688. 42· ἔν τινι Σικελικῇ ἐπιγραφ. 5774. 81· σ. τὴν Μηδικὴν Ξεν. Κύρ. 5. 5, 4, πρβλ. 3. 3, 5· ἐὰν [[ὑποζύγιον]] ... σίνηταί τι τῶν [[πέλας]] Πλάτ. Νόμ. 936Ε. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐπιφέρω]] βλάβην, ὡς τὸ Ἀττ. [[βλάπτω]]· [[αἰδώς]], ἥ τ’ ἄνδρας μέγα σίνεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡσ. 316 (παρεμβάλλεται καὶ ἐν Ἰλ. Ω. 45, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.)· [ὁ [[κροκόδειλος]]] οὐδὲν σ. τὸν τροχίλον Ἡρ. 2. 68, 5· τὴν ἕδραν τοῦ ἵππου μὴ σ., νὰ μὴ βλάπτωνται τὰ ὀπίσθια [[αὐτοῦ]], Ξεν. Ἱππ. 12, 9· [[μάλιστα]] ἐν πολέμῳ, [[βλάπτω]], συνταράττω, σ. τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 5. 27, 2· τοὺς πολεμίους μέγα σ. ὁ αὐτ. 7. 147, 1, πρβλ. 9. 49. 2, Ξεν. Ἀν. 3. 4. 16· ἀντίθετον τῷ ὠφελεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 12. 5. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Ἰωνικὴ τὴν ἀρχὴν καὶ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς, καὶ ἐκ τῶν Ἀττικῶν πεζογράφων [[κυρίως]] ποιεῖται χρῆσιν αὐτῆς ὁ Ξενοφ.· ἀλλὰ πρβλ. [[σίνος]], [[σίνις]], Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=σίνομαι, Ion. σινέομαι, praes. conj. 2 sing. σίνηαι, ep. iter. imperf. 3 plur. σινέσκοντο; Ion. inf. σινέεσθαι, part. σινεομένων, imperf. 3 sing. ἐσινέετο, 3 plur. ἐσινέοντο; aor. 3 plur. ἐσινέατο, beschadigen, kwaad doen:; αἰδώς, ἥ τ’ ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ’ ὀνίνησιν schaamte, die mannen grote schade toebrengt en ook voordeel Hes. Op. 318; ἐσίνοντο ἐπίοντες χώρους τῆς Ἀττικῆς bij hun invallen verwoestten zij streken van Attica Hdt. 5.74.2; milit. verliezen toebrengen:. τοὺς πολεμίους μέγα ἐσίναντο zij brachten grote verliezen toe aan de vijand Hdt. 7.147.1.
}}
}}
{{etym
{{etym