σπαργανόω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />envelopper de langes, emmaillotter.<br />'''Étymologie:''' [[σπάργανον]].
|btext=-ῶ :<br />envelopper de langes, emmaillotter.<br />'''Étymologie:''' [[σπάργανον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπαργᾰνόω''': ὡς τὸ [[σπάργω]] (ὃ ἴδε), [[περιτυλίσσω]] ἐν σπαργάνοις, σπαργανώνω, «φασκιώνω», σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] Εὐρ. Ἴων 955, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 10, Ἀθήν. 258A· μεταφορ., θρίοισι ταύτην (ἐξυπακ. τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 28· ἀχύροις σπ. τὴν χιόνα Πλούτ. 2. 691C· - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, 766C· ἐσπαργανωμένος Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 12.
|elnltext=σπαργανόω [σπάργανον] in windsels inwikkelen, inbakeren.
}}
{{elru
|elrutext='''σπαργᾰνόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[завертывать в пеленки]], [[пеленать]] (πέπλοις, sc. τὸν παῖδα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[заворачивать]], [[окутывать]] (τινὰ τῇ πορφύρᾳ, ἀχύροις τὴν χιόνα Plut.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σπαργᾰνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, όπως το [[σπάργω]], [[τυλίγω]] στις φασκιές, [[φασκιώνω]], [[σπαργανώνω]], σε Ευρ. — Παθ., μτχ. παρακ., <i>ἐσπαργανωμένος</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''σπαργᾰνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, όπως το [[σπάργω]], [[τυλίγω]] στις φασκιές, [[φασκιώνω]], [[σπαργανώνω]], σε Ευρ. — Παθ., μτχ. παρακ., <i>ἐσπαργανωμένος</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπαργᾰνόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[завертывать в пеленки]], [[пеленать]] (πέπλοις, sc. τὸν παῖδα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[заворачивать]], [[окутывать]] (τινὰ τῇ πορφύρᾳ, ἀχύροις τὴν χιόνα Plut.).
|lstext='''σπαργᾰνόω''': ὡς τὸ [[σπάργω]] (ὃ ἴδε), [[περιτυλίσσω]] ἐν σπαργάνοις, σπαργανώνω, «φασκιώνω», σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] Εὐρ. Ἴων 955, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 10, Ἀθήν. 258A· μεταφορ., θρίοισι ταύτην (ἐξυπακ. τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 28· ἀχύροις σπ. τὴν χιόνα Πλούτ. 2. 691C· - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, 766C· ἐσπαργανωμένος Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 12.
}}
{{elnl
|elnltext=σπαργανόω [σπάργανον] in windsels inwikkelen, inbakeren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj