3,276,318
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de tremper le fer, trempe ; <i>fig.</i> [[στόμα]] πολλὴν [[ἔχον]] στόμωσιν SOPH langue bien affilée.<br />'''Étymologie:''' [[στομόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de tremper le fer, trempe ; <i>fig.</i> [[στόμα]] πολλὴν [[ἔχον]] στόμωσιν SOPH langue bien affilée.<br />'''Étymologie:''' [[στομόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στόμωσις -εως, ἡ [στομόω] het harden (van ijzer); overdr.: στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν een mond met een ijzerscherpe tong Soph. OC 795. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στόμωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[закалка]] (πελέκεως Plut.): δέχεσθαι τὴν στόμωσιν Plut. приобретать закалку;<br /><b class="num">2)</b> [[заостренность]], [[острота]]: [[στόμα]] πολλὴν ἔχον στόμωσιν Soph. сильно изощренный язык. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στόμωσις:''' -εως, ἡ, [[σκλήρυνση]] σιδήρου, ώστε με το [[ακόνισμα]] να αποκτήσει αιχμηρή [[κόψη]], [[μεταβολή]] του σιδήρου σε χάλυβα· μεταφ., <i>πολλὴν στόμωσιν ἔχειν</i>, έχω κοφτερή [[γλώσσα]], σε Σοφ. | |lsmtext='''στόμωσις:''' -εως, ἡ, [[σκλήρυνση]] σιδήρου, ώστε με το [[ακόνισμα]] να αποκτήσει αιχμηρή [[κόψη]], [[μεταβολή]] του σιδήρου σε χάλυβα· μεταφ., <i>πολλὴν στόμωσιν ἔχειν</i>, έχω κοφτερή [[γλώσσα]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στόμωσις''': -εως, ἡ, ([[στομόω]]) ἡ σκλήρυνσις τοῦ σιδήρου [[ὥστε]] νὰ δύνηται νὰ ἀκονηθῇ, ἡ μεταβολὴ τοῦ σιδήρου εἰς χάλυβα, πελέκεως Πλούτ. 2. 156Β· δεῖσθαι στομώσεως Μουσῶν. παρὰ Στοβ. 160. 55· δέχεσθαι τὴν στόμωσιν Πλούτ. 2. 73C, κτλ.· - μεταφορ., [[στόμα]] πολλὴν στόμωσιν ἔχον, πολλὴν ὀξύτητα γλώσσης, Σοφ. Ο. Κ. 795· πρβλ. ὀξῦναι [[στόμα]] ἐν Τρ. 1176, καὶ ἴδε [[ἀναστομόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στόμωσις]], εως, [[στομόω]]<br />a furnishing with a [[sharp]] [[edge]]: metaph., πολλὴν στόμωσιν ἔχειν to [[have]] a [[sharp]] [[edge]], Soph. | |mdlsjtxt=[[στόμωσις]], εως, [[στομόω]]<br />a furnishing with a [[sharp]] [[edge]]: metaph., πολλὴν στόμωσιν ἔχειν to [[have]] a [[sharp]] [[edge]], Soph. | ||
}} | }} |