συγγενικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de parent, qui concerne des parents;<br /><b>2</b> qui vient de naissance, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[συγγενής]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de parent, qui concerne des parents;<br /><b>2</b> qui vient de naissance, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[συγγενής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγγενικός''': , -όν, [[σύμφυτος]], συμπεφυκὼς ἢ [[κληρονομικός]], ἐπὶ προδιαθέσεως εἰς νόσον, Ἱπποκρ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1074, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 22, Διογ. Λ. 10. 129· σ. τρίχες Ἀριστ. Προβλ. 4. 18, 1. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συγγενεῖς, Λατιν. gentilicius, σ. [[φιλία]], ἡ μεταξὺ συγγενῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἑταιρική, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 14, 1· σ. ἱερωσύναι Διονύσ. Ἁλ. 2. 21· τὰ ... πρὸς ἀλλήλους σ. δίκαια Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκαι) 215b - Ἐπίρρ. [[συγγενικῶς]], κατὰ τρόπον συγγενικόν, ὡς συγγενεῖς, Δημ. 797. 2. 2) μεταφ., [[ὁμογενής]], [[ὁμοειδής]], [[ὅμοιος]], ἔχειν τὴν μορφὴν σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 4, 1· τὰ κοινὰ καὶ σ., πράγματα κοινὰ καὶ ἀνήκοντα εἰς τὴν ἡμετέραν φύσιν, Ἄλεξις ἐν «Ἀχαΐδι» 1. 7· εἴδη πρὸς ἄλληλα σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 1· - Ἐπίρρ., ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ., Διογ. Λ. 10. 72. 3) ὁ ἀνήκων εἰς συγγενεῖς (ΙΙΙ), Ἀθήν. 48Ε.
|elnltext=συγγενικός -ή -όν [συγγενής] aangeboren, congenitaal:. συγγενικὸν νόσημα aangeboren ziekte, familie-ziekte Plut. Per. 22.4. van verwanten, van familieleden:. φιλία vriendschap Aristot. EN 1161b12.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγενικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[врожденный]], [[прирожденный]] ([[νόσημα]] Plut.); присущий от рождения ([[τρίχες]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[родственный]] (εἴδη πρὸς ἄλληλα συγγενικά Arst.): ἡ [[φιλία]] συγγενικὴ καὶ ἡ [[ἑταιρική]] Arst. дружба между родственниками и дружба между товарищами;<br /><b class="num">3)</b> [[сходный]], [[однородный]], [[близкий]] (ἡ [[μορφή]] Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγγενικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[σύμφυτος]], [[έμφυτος]], [[κληρονομικός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξ αίματος συγγενείς, συγγενικὴ [[φιλία]], [[μεταξύ]] εξ αίματος συγγενών, σε Αριστ.· επίρρ. [[συγγενικῶς]], σαν συγγενείς, σε Δημ.
|lsmtext='''συγγενικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[σύμφυτος]], [[έμφυτος]], [[κληρονομικός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξ αίματος συγγενείς, συγγενικὴ [[φιλία]], [[μεταξύ]] εξ αίματος συγγενών, σε Αριστ.· επίρρ. [[συγγενικῶς]], σαν συγγενείς, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγγενικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[врожденный]], [[прирожденный]] ([[νόσημα]] Plut.); присущий от рождения ([[τρίχες]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[родственный]] (εἴδη πρὸς ἄλληλα συγγενικά Arst.): ἡ [[φιλία]] συγγενικὴ καὶ [[ἑταιρική]] Arst. дружба между родственниками и дружба между товарищами;<br /><b class="num">3)</b> [[сходный]], [[однородный]], [[близкий]] (ἡ [[μορφή]] Arst.).
|lstext='''συγγενικός''': -ή, -όν, [[σύμφυτος]], συμπεφυκὼς ἢ [[κληρονομικός]], ἐπὶ προδιαθέσεως εἰς νόσον, Ἱπποκρ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1074, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 22, Διογ. Λ. 10. 129· σ. τρίχες Ἀριστ. Προβλ. 4. 18, 1. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συγγενεῖς, Λατιν. gentilicius, σ. [[φιλία]], μεταξὺ συγγενῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἑταιρική, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 14, 1· σ. ἱερωσύναι Διονύσ. Ἁλ. 2. 21· τὰ ... πρὸς ἀλλήλους σ. δίκαια Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκαι) 215b - Ἐπίρρ. [[συγγενικῶς]], κατὰ τρόπον συγγενικόν, ὡς συγγενεῖς, Δημ. 797. 2. 2) μεταφ., [[ὁμογενής]], [[ὁμοειδής]], [[ὅμοιος]], ἔχειν τὴν μορφὴν σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 4, 1· τὰ κοινὰ καὶ σ., πράγματα κοινὰ καὶ ἀνήκοντα εἰς τὴν ἡμετέραν φύσιν, Ἄλεξις ἐν «Ἀχαΐδι» 1. 7· εἴδη πρὸς ἄλληλα σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 1· - Ἐπίρρ., ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ., Διογ. Λ. 10. 72. 3) ὁ ἀνήκων εἰς συγγενεῖς (ΙΙΙ), Ἀθήν. 48Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=συγγενικός -ή -όν [συγγενής] aangeboren, congenitaal:. συγγενικὸν νόσημα aangeboren ziekte, familie-ziekte Plut. Per. 22.4. van verwanten, van familieleden:. φιλία vriendschap Aristot. EN 1161b12.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj