3,274,764
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> accroissement;<br /><b>II. 1</b> ce qu’on apporte ; bienfait, gain, profit ; présent;<br /><b>2</b> ce qu’on porte (à sa bouche), nourriture, <i>particul.</i> aliment solide.<br />'''Étymologie:''' [[προσφέρω]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> accroissement;<br /><b>II. 1</b> ce qu’on apporte ; bienfait, gain, profit ; présent;<br /><b>2</b> ce qu’on porte (à sa bouche), nourriture, <i>particul.</i> aliment solide.<br />'''Étymologie:''' [[προσφέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσφορά -ᾶς, ἡ [προσφέρω] het voorzetten, het aanbieden; spec. van voedsel; ἐν τῇ προσφορᾷ bij het voeden Plat. Lg. 792a; διαπυθόμενος αὐτοῦ μήτε τὴν ἐργασίαν μήτε τὴν προσφοράν zonder te informeren naar de bereidingswijze ervan (van bep. voedsel) noch naar de (omstandigheden van) het voorzetten ervan Plat. Lg. 638c; wat aangeboden wordt aanbod, gave: spec. voedsel:; εὖ ἔχειν πρὸς τὰς προσφοράς zin hebben in eten en drinken Hp. Aph. 2.33; gift, huwelijksgeschenk:; ἀποδημῆσαι ἵνα μὴ πέμψῃ προσφοράν hij is de stad uit om geen bruidsgeschenk te hoeven sturen Thphr. Char. 30.19; offergave. NT Act. Ap. 21.26. het toevoegen, toevoeging:. τῶν... ἡμαρτημένων... προσφορὰ δ’ οὐκ ἔστ’ ἔτι er kan niets meer aan mijn misdaden worden toegevoegd Soph. OC 1270. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσφορά:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[прибавление]], [[увеличение]] (τῶν ἡμαρτημένων Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[преподнесение]], [[подача]] Plat.;<br /><b class="num">3)</b> [[дар]], [[благодеяние]] Soph.;<br /><b class="num">4)</b> [[применение]], [[употребление]]: ἡ π., ὅντινα τρόπον προσφέρειν [[δεῖ]] Plat. надлежащий способ употребления; ἡ π. τῶν αἰτιῶν Arst. объяснение через причины;<br /><b class="num">5)</b> [[приставление]] (τῶν κλιμάκων Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> (тж. π. τῆς τροφῆς Arst.) прием пищи (πόσεις καὶ προσφοραί Plut.);<br /><b class="num">7)</b> [[приношение]], [[подношение]] (π. καὶ [[θυσία]] τῷ θεῷ NT). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''προσφορά:''' ἡ ([[προσφέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[προσκόμιση]], [[προσαγωγή]], [[χρήση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από Παθ.), αυτό που φέρεται σε κάποιον ή [[κάτι]], [[προσθήκη]], [[αύξηση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσθήκη]], όφελος, [[πλεονέκτημα]], στον ίδ.· [[δώρο]], σε Θεόκρ.· [[προσφορά]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''προσφορά:''' ἡ ([[προσφέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[προσκόμιση]], [[προσαγωγή]], [[χρήση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από Παθ.), αυτό που φέρεται σε κάποιον ή [[κάτι]], [[προσθήκη]], [[αύξηση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσθήκη]], όφελος, [[πλεονέκτημα]], στον ίδ.· [[δώρο]], σε Θεόκρ.· [[προσφορά]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσφορά''': ἡ, ([[προσφέρω]]) τὸ φέρειν πλησίον, προσαρμόζειν, τῶν κλιμάκων Πολύβ. 5. 16, 7· [[προσαγωγή]], [[χρῆσις]], Πλάτ. Νόμ. 638C· τῶν αἰτιῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. 2) τὸ προσφέρειν, δωρεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 792Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ φερόμενον [[πρός]] τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], [[προσθήκη]], [[αὔξησις]], τῶν ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, πρ. δ’ οὐκ ἔστ’ ἔτι Σοφ. Ο. Κ. 1270· [[εὐεργεσία]], Λατ. beneficium, [[αὐτόθι]] 581· [[δῶρον]], Θεοφρ. Χαρ. 30· προσφορὰ θρησκευτικὴ εἰς τὸν θεόν, Πράξ. Ἀποστ. κα´, 26., κδ´, 17. - Ἐν τῇ Παλ. Διαθ. οἱ ἄρτοι τῆς προσφορᾶς = οἱ προσφερόμενοι ἄρτοι = οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως, Ἑβδ. (Βασιλ. Τρίτ. Ζ´, 34). 2) [[ἀνάθημα]], [[ἀφιέρωμα]], τὸ προσφερόμενον [[πρᾶγμα]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΘ', Σειράχ. ΙΔ´, 11, κλπ.). - Ἐν ταῖς Ἐκκλ. τελετ. α) ἡ τέλεσις τοῦ μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας, Εὐσ. ΙΙ, 625Α, Ἀθαν. Ι, 296C, Βασίλ. IV, 724Β, κλπ. β) τὰ τῆς μεταλήψεως στοιχεῖα, Ἀποστ. Διαταγ. 8. 13. γ) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσφερόμενος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὑπὸ τῶν πιστῶν ἄρτος, ἐξ οὗ λαμβάνεται καὶ ὁ ἄρτος τῆς μεταλήψεως καὶ τὰ διανεμόμενα τοῖς λειτουργουμένοις ἀντίδωρα καὶ ὑψώματα· ὁ ἄρτος [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[πάντοτε]] ἐσφραγισμένος διὰ τοῦ σημείου τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ψευδο-Χρυσ. ΧΙΙ, 777Ε, Παλλαδ. Λαυσ. 1042C, Ἰω. Μόσχ. 2896Β, κλπ. 3) εἰσόδημα, [[πρόσοδος]], Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 8, 2. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.), [[λῆψις]] τροφῆς, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου 3. 39, Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 13· ἡ τοῦ ὑγροῦ πρ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 8, 3. 2) [[τροφή]], τρόφιμα, Ἱππ. Ἀφορ. 1245, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 6, κτλ.· ἴδε Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 129Ε. 3) [[γεῦσις]], Ἀθήν. 33F. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[προσφορά]], [[προσθήκη]], [[πρόσδοσις]]· «ποίῳ γὰρ ἡ σὴ προσφορὰ δηλώσεται;» (Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ.), καὶ: «[[προσφορά]], [[πρόσοδος]], Ἀντιφῶν», ἴδε Ἁρποκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |