Anonymous

συνδιαταλαιπωρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />être également malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διά]], [[ταλαιπωρέω]].
|btext=-ῶ :<br />être également malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διά]], [[ταλαιπωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνδιατᾰλαιπωρέω''': [[ὑπομένω]] ταλαιπωρίας μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], συνδιαταλαιπωρεῖν καὶ τρέφοντα καὶ παιδεύοντα Πλάτ. Κρίτων 45D.
|elnltext=συνδιαταλαιπωρέω [σύν, διά, ταλαιπωρέω] samen zwoegen.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιατᾰλαιπωρέω:''' [[вместе терпеть]], [[вместе страдать]] Plat.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιατᾰλαιπωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπομένω]] ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με κάποιον, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνδιατᾰλαιπωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπομένω]] ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με κάποιον, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδιατᾰλαιπωρέω:''' [[вместе терпеть]], [[вместе страдать]] Plat.
|lstext='''συνδιατᾰλαιπωρέω''': [[ὑπομένω]] ταλαιπωρίας μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], συνδιαταλαιπωρεῖν καὶ τρέφοντα καὶ παιδεύοντα Πλάτ. Κρίτων 45D.
}}
{{elnl
|elnltext=συνδιαταλαιπωρέω [σύν, διά, ταλαιπωρέω] samen zwoegen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[endure]] [[hardship]] with or [[together]], Plat.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[endure]] [[hardship]] with or [[together]], Plat.
}}
}}