3,271,516
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=<i>f.</i> [[συνόψομαι]], <i>ao.2</i> συνεῖδον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> voir ensemble, embrasser d'un coup d'œil, acc. ; avec un part. : [[συνιδεῖν]] [[ἦν]] ἡ ἀρχὴ ἰσχυρὰ [[οὖσα]] XÉN on pouvait voir, en y faisant attention, que l'empire du roi était puissant;<br /><b>2</b> se voir les uns les autres : πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους XÉN ils allumaient des feux et se faisaient des signaux les uns les autres.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁράω]]. | |btext=<i>f.</i> [[συνόψομαι]], <i>ao.2</i> συνεῖδον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> voir ensemble, embrasser d'un coup d'œil, acc. ; avec un part. : [[συνιδεῖν]] [[ἦν]] ἡ ἀρχὴ ἰσχυρὰ [[οὖσα]] XÉN on pouvait voir, en y faisant attention, que l'empire du roi était puissant;<br /><b>2</b> se voir les uns les autres : πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους XÉN ils allumaient des feux et se faisaient des signaux les uns les autres.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁράω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συν-οράω, Att. ook ξυνοράω tegelijk zien:. συνεώρων ἀλλήλους zij hielden elkaar in de gaten Xen. An. 4.1.11; δύνασθαι γὰρ δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος men moet het begin en het einde samen kunnen overzien Aristot. Poët. 1459b19. nauwkeurig bezien:. τὰ δὲ προσφερόμενα ἅπαντα μὲν χρὴ συνορῇν ὅπως συνοίσει je moet goed opletten dat alle middelen ook effect hebben Hp. Med. 3. opmerken, vaststellen, in één blik zien:; συνιδεῖν ἦν... ( ἡ ἀρχὴ ) ἰσχυρὰ οὖσα het was in één blik te zien dat (zijn macht) sterk was Xen. An. 1.5.9; σ. ποία πολιτεία ἀρίστη direct inzien welke staatsvorm de beste is Aristot. EN 1181b21; met ὅτι - of ὡς -bijzin:; ὅτι ταῦτα διοικεῖς σ. vaststellen dat je dit organiseert Isocr. 5.56; met εἰ -bijzin:. εἰ... ἔσται τὸ δῶρον... ἄξιον τῆς ὑποθέσεως χαλεπὸν... συνιδεῖν of het geschenk het ontwerp waardig zal zijn, is moeilijk vast te stellen Isocr. 2.7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνοράω:''' (fut. [[συνόψομαι]], aor. 2 [[συνεῖδον]]) вместе или одновременно видеть, сразу обозревать (τὰ διεσπαρμένα Plat.): συνεώρων ἀλλήλους Xen. они видели друг друга, т. е. были на виду друг у друга; δύνασθαι [[δεῖ]] συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ [[τέλος]] Arst. (эпопея не должна быть чрезмерно длинна), чтобы можно было одновременно видеть начало и конец; πάντα [[ταῦτα]] συνιδόντες Dem. имея в виду все это вместе взятое; [[ἄπορος]] συνοφθῆναι Plut. с трудом или едва заметный. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνοράω:''' μέλ. <i>-όψομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-εῖδον</i>, απαρ. <i>-ῐδεῖν</i>· πρβλ. [[σύνοιδα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]] μαζί ή συγχρόνως, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[βλέπω]] ως [[σύνολο]], [[βλέπω]] με μια [[ματιά]], δια μιας, [[είτε]] με τα μάτια, [[είτε]] με τη [[διάνοια]], σε Πλάτ., Δημ.· κατά την [[ομιλία]], κάνω μια γενική [[θεώρηση]], σε Ισοκρ. κ.λπ. | |lsmtext='''συνοράω:''' μέλ. <i>-όψομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-εῖδον</i>, απαρ. <i>-ῐδεῖν</i>· πρβλ. [[σύνοιδα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]] μαζί ή συγχρόνως, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[βλέπω]] ως [[σύνολο]], [[βλέπω]] με μια [[ματιά]], δια μιας, [[είτε]] με τα μάτια, [[είτε]] με τη [[διάνοια]], σε Πλάτ., Δημ.· κατά την [[ομιλία]], κάνω μια γενική [[θεώρηση]], σε Ισοκρ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνοράω''': μέλλ. συνόψομαι· ἀόρ. [[συνεῖδον]], ἀπαρ. -ῐδεῖν· πρβλ. [[σύνοιδα]]. [[Βλέπω]] [[ὁμοῦ]] ἢ συγχρόνως, συνεώρων ἀλλήλους Ξεν. Ἀν. 4. 1, 11., 5. 2, 13. ― Παθ., δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ [[τέλος]] Ἀριστ. Ποιητ. 24, 5. ΙΙ. [[βλέπω]] διὰ μιᾶς, ὡς ἐν συνόλῳ, [[εἴτε]] διὰ τῶν ὀφθαλμῶν [[εἴτε]] διὰ τῆς διανοίας, [[ταῦτα]] πάντα ξυνιδὼν Πλάτ. Νόμ. 904Β, Δημ. 17. 7· συνορῶντα… τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 265D· δεινὸς συνορᾶν τὰ πράγματα [[Μέμνων]] ἐν Φωτ. Βιβλ. 223. 23· καὶ συνιδεῖν δ’ ἦν τῷ προσέχοντι τὸν νοῦν ἡ βασιλέως ἀρχὴ πλήθει μὲν χώρας καὶ ἀνθρώπων ἰσχυρὰ οὖσα (συνιδεῖν δ’ ἦν... ἡ βασιλέως [[ἀρχή]], ἀνακολούθως [[ἀντί]]: συνιδεῖν δ’ ἦν… τὴν βασιλέως [[ἀρχήν]]… ἰσχυρὰν οὖσαν), καὶ ὁ προσέχων τὸν νοῦν ἠδύνατο νὰ ἴδῃ διὰ μιᾶς, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 5. 9· τὸ αἴτιον ἐκ τῶν νῦν λεχθέντων σ. Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 4. 4, 38· ― ἐπὶ λόγου, οὐ διὰ πολλῶν συνορᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 1. 2, 12· τὸν βίον συνεορακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι… Δημ. 1122. 16· συνιδεῖν ὅτι... Ἰσοκρ. 93D· ὡς... Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 42· χαλεπὸν συνιδεῖν εἰ… Ἰσοκρ. 16Β· σ. [[ποία]] [[πολιτεία]] ἀρίστη Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 23· πότερον... ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 1, 1. ― Παθ., οὐδέν πω συνῶπται ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2, κτλ.· συνοφθῆναι τὴν δύναμιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2· πρὸς τὰ συνεωραμένα [[Μέμνων]] ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἀποφασίζω, Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |